του Θανάση Παπαρήγα
Τα γεγονότα του Ιούλη του 1965 ήταν, όπως σήμερα γνωρίζουμε καλά, ένα πολύπλοκο γεγονός, για το οποίο οι πολλές εκτιμήσεις που έχουν γραφεί, δεν είναι πάντα απαλλαγμένες από τα στοιχεία της εσπευσμένης κατάληξης ή και της πολιτικής τακτικής.
Πριν προχωρήσουμε, ας πούμε ότι πρέπει να αποφύγουμε μερικές υπεραπλουστευμένες εκτιμήσεις της εποχής. Κυρίως, εκτιμήσεις του τύπου «τα γεγονότα οφείλονται στον πανικό που ξεσήκωσε στις κυρίαρχες τάξεις η προοπτική δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων».
Πρέπει να πούμε ότι η αιτιολόγηση αυτή δεν προκύπτει από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Κατ' αρχήν, πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα του 1965 δεν είναι, παρά τα όσα έχουν γραφτεί, μια χώρα σε αναβρασμό. Η κυρίαρχη τάξη και οι διεθνείς της σύμμαχοι και υποστηρικτές δεν έχουν δυσκολία να επιβληθούν και ελέγχουν αρκετά τις πολιτικές εξελίξεις. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ακόμη και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ευρύτερης έκτασης θα έκαναν πιο δύσκολη τη θέση τους. Αντίθετα, μπορεί κανείς βάσιμα να αναρωτηθεί μήπως θα τη διευκόλυναν και αυτό πίστευαν και ισχυροί κύκλοι της κυρίαρχης τάξης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η οικονομική κατάσταση δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι ανωμαλίας. Η πορεία της είναι γενικά ανοδική και ομαλή.
Εκείνο που μας φαίνεται σαν πιο λογική εξήγηση, με τα στοιχεία που έχουμε σήμερα, είναι ότι οι ρίζες της εξέλιξης των γεγονότων του Ιούλη και των μετέπειτα μεταπτώσεών τους δε βρίσκονται στην Ελλάδα και δε σχετίζονται κυρίως με αυτή.
Πράγματι, στην εποχή αυτή συμβαίνουν γεγονότα, ιδιαίτερα διεθνή γεγονότα, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Κατ' αρχήν, έχουμε μια πορεία όξυνσης της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, που θα καταλήξει στον «Πόλεμο των 6 Ημερών», τον Ιούνη του 1967, σχεδόν αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα. Το Κυπριακό βρισκόταν επίσης σε αναταραχή και κάθε άλλο παρά σε κατάσταση υπναλέας ακινησίας. Σημειώνουμε ότι, όταν ο κύκλος των γεγονότων του Ιούλη του 1965 θα κλείσει, δηλ. στις 24 Ιούλη 1974, η μόνη παράμετρος που θα παρουσιάζει ουσιώδεις αλλαγές, θα είναι η κατάσταση στην Κύπρο, πράγμα που, κατά τη γνώμη μας, δείχνει τον πρωτεύοντα ρόλο που έπαιξε το Κυπριακό στην εξέλιξη των πραγμάτων της εποχής. Εκτός, όμως, αυτών, υπάρχουν και άλλες παράμετροι, ίσως πολύ σοβαρότερες. Η διεθνής κατάσταση παρουσιάζει συνολική όξυνση. Το 1965 είναι το πρώτο έτος της διεθνοποίησης του πολέμου της Ινδοκίνας με την ευρύτερη συμμετοχή της ΕΣΣΔ σ' αυτόν, συμμετοχή που, πολύ σύντομα, θα γενικευτεί. Τον Ιούλη του 1964, έχει γίνει το περιβόητο «επεισόδιο του Τονκίνου». Εχουν αρχίσει οι βομβαρδισμοί του Β. Βιετνάμ. Η Ουάσιγκτον δείχνει όλο και πιο αποφασισμένη να βάλει τέρμα στις κινήσεις αυτές. Δεν είναι, ίσως, τυχαίο το ότι τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας γίνονται το 1968, ακριβώς τη στιγμή που η σοβιετική (και τσεχοσλοβακική) ανάμειξη στον πόλεμο της Ινδοκίνας γενικεύεται και ακριβώς τη στιγμή που, στην Ελλάδα, επιβάλλεται στρατιωτική δικτατορία.
H εξέλιξη αυτή, γεμάτη από διασταυρούμενα σχέδια, δείχνει την απόφαση της Ουάσιγκτον να επιβάλει ησυχία στην Ελλάδα και να παραμερίσει οποιοδήποτε στοιχείο απροσδιοριστίας. Ισως, κάποτε, μάθουμε για ποια σχέδια προοριζόταν η χώρα μας.
Οι στόχοι αυτοί προϋπέθεταν όχι μόνο την έναρξη μιας εξέλιξης που οδηγούσε στη δικτατορία, αλλά και τη διατήρηση ενός αδιεξόδου που θα την έκανε εντελώς αναπόφευκτη. Ετσι, όπως όλα δείχνουν, όλοι οι παράγοντες διαφόρων πολιτικών θέσεων και δυνάμεων ωθούνται σε μια σύγκρουση σκιάς που ωφελεί μια τρίτη δύναμη. Αυτό, π.χ., φαίνεται να σημαίνει η θεαματική παρέμβαση των ανακτόρων ενώ είναι φανερό ότι, ακόμη και χωρίς αυτή, η διάσπαση της ΕΚ ήταν αναπόφευκτη και προ των πυλών. Πρωταγωνιστικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν πολύ γνωστά στοιχεία της πολιτικής ζωής της εποχής που, σε συνέχεια, εξαφανίζονται εντελώς για να επανεμφανιστούν, σε αισθητά μεγαλύτερη ηλικία, στις συζητήσεις για τα 30 χρόνια της δικτατορίας.
Ενδιαφέρον έχει, από αυτή την άποψη, η «μεγαλόφωνη σκέψη» του κ. Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αναρωτήθηκε σχετικά με τον πραγματικό ρόλο που έπαιξαν μερικοί οι οποίοι έσπρωχναν τότε τα πράγματα προς μια αδιέξοδη όξυνση.
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι παράγοντες, σημαντικοί, έστω και από δευτερεύουσα θέση. Προτού δώσουν έγκριση για οποιαδήποτε ευρύτερη αλλαγή της κατάστασης στην Ελλάδα, οι Αμερικανοί θέλουν να δοκιμάσουν τη συνολική αντοχή του καθεστώτος. Θέλουν να δουν τη συνολική αντοχή της πολιτικής τους κυριαρχίας όταν αυτή εγκαταλείπει κάθε παραλλαγή ανοχής και γίνεται ανοιχτή και άγρια. Δοκιμές έχουν ξανακάνει στο παρελθόν με επιτυχία. Στη βάση των νέων τους παγκόσμιων σχεδίων, θέλουν να τη δοκιμάσουν από ευρύτερη και βαθύτερη σκοπιά. Στη βάση αυτών των ίδιων σχεδίων, ευθυγραμμίζονται με τα τμήματα εκείνα της πολιτικής «ελίτ» που δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο συμπέρασμα της ανάγκης ή της δυνατότητας τέτοιων αλλαγών.
Αυτό μάλλον πρέπει να εξηγεί και το ότι, όπως έδειξαν οι συζητήσεις σχετικά με τα Αρχεία του κ. Κ. Καραμανλή, στους κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης, ο καλπασμός προς τη δικτατορία έχει πάρει, στις παραμονές της 21ης Απρίλη 1967, ακράτητο χαρακτήρα και όλοι καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους σαν εμπειρογνώμονες. Ετσι πρέπει να εξηγείται το πώς ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός ακολούθησε χωρίς συζήτηση μια ομάδα ασήμων και αγνώστων αξιωματικών. Και, καθώς δεν είναι δυνατό να πιστέψουμε ότι και η ηγεσία της ΕΚ ήταν εντελώς ανενημέρωτη των σχεδίων αυτών, μάλλον αυτό πρέπει να εξηγεί και την παραίτηση του Γ. Παπανδρέου. Ο αρχηγός της ΕΚ και πρωθυπουργός καταλαβαίνει ότι έχει χάσει την υποστήριξη των δυνάμεων εκείνων που, γι' αυτόν, αποτελούν απαραίτητο κυβερνητικό στήριγμα - της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Γι' αυτόν, η παραίτηση ήταν μια επιδέξια χειρονομία αποφυγής της σύγκρουσης μαζί τους και διαφύλαξης κεφαλαίων για επάνοδο στο μέλλον. Ενα σχέδιο, σημειώνουμε, που πέτυχε πλήρως εκτός από το τελευταίο του σημείο, όπου παρενέβησαν τόσο πολιτικοί όσο και βιολογικοί παράγοντες. Και, φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς και το ότι η απόφαση του Γ. Παπανδρέου να μη συγκρουστεί δεν οφειλόταν σε προσωπική ραθυμία: Ηταν ουσιώδες στοιχείο μιας πολιτικής που ξεκινούσε από την προϋπόθεση... «Ομηροι της Δεξιάς, ναι, της Αριστεράς, όχι»! Θα πρέπει να είναι κανείς εντελώς τυφλός για να μη βλέπει ότι ο Γ. Παπανδρέου, πέρα από ιδιαίτερες σκέψεις, ασφαλώς προτιμούσε την 21η Απρίλη από μια εξέλιξη που θα κλόνιζε τα βάθρα της κυριαρχίας του καθεστώτος, ακόμη και αν αυτό ήταν δυνατόν, ιδιαίτερα, μάλιστα, αν ήταν.
(Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη» 20 Ιούλη 1997.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου