Αυθεντική, ασυμβίβαστη, φωνή - σύμβολο του λαϊκού μας τραγουδιού, είναι
κάποιοι από τους προσδιορισμούς, που συνοδεύουν το όνομα της Σωτηρίας
Μπέλλου. Της τραγουδίστριας που για μισόν αιώνα «κεντούσε» μέσα από το
τραγούδι της τα βάσανα, τους καημούς, τα «θέλω» των απλών ανθρώπων του
μόχθου, που έδωσε φτερά σε πολλά τραγούδια, κάνοντάς τα αναπόσπαστο
κομμάτι της λαϊκής ψυχής. Η φωνή της - δίχως τσαλίμια και μπιχλιμπίδια -
ήταν ηρωική, καθαρή, ανόθευτη, αληθινή. Οπως και ο χαρακτήρας της. Οι
δυνατές, συγκλονιστικές, μοναδικές ερμηνείες της δεν περιορίστηκαν στο
να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά
ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις. Γι' αυτό και η Σωτηρία των αθάνατων
λαϊκών τραγουδιών θα βρίσκεται πάντα στις καρδιές μας. Η μοναδικότητα
της φωνής της, η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση την έχουν κατατάξει
στον κατάλογο εκείνων, που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη
της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού.
Γεννημένη στα Χάλια Χαλκίδας, μέχρι τα εφτά της χρόνια, μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού της, τον παπα - Σωτήρη, που την έπαιρνε πάντα μαζί του στην εκκλησία. «Με μάγευαν από παιδί - έλεγε - εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν μέσα στην ψυχή μου. Δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά μου άρεσε πολύ. Τους κοίταγα σχεδόν με ανοιχτό το στόμα που έψελναν. Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα κι εγώ να ψέλνω. Αργότερα, με πήρε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και με πήγε στον κινηματογράφο να δω ένα έργο, την "Προσφυγοπούλα", που έπαιζε η μεγάλη Βέμπο. Τι ήταν να δω την Βέμπο, ξετρελάθηκα μαζί της και με τη μανία που είχα για τα τραγούδια, δε σταμάταγα όλη μέρα να τραγουδάω όλα τα τραγούδια της Βέμπο. Είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο καθρέφτη, από την προίκα της μητέρας μου, και στο δωμάτιο πήγαινα συνέχεια στον καθρέφτη κι έπαιρνα πόζες, τραγούδαγα, έκανα τα σχέδια της Βέμπο. Η μητέρα μου η μακαρίτισσα μ' έδερνε κάθε μέρα. "Τι είναι αυτά; Τραγουδίστρια θα σε κάνουμε;", μου έλεγε αυστηρά. "Ναι. Θα γίνω τραγουδίστρια"».
Και έγινε, έστω κι αν χρειάστηκε να περάσει διά πυρός και σιδήρου. Από τα 16 της χρόνια, δείχνει τα πολιτικά «πιστεύω» της. Οι συναναστροφές της με αριστερούς, η αντίδρασή της στο κατεστημένο και σε υποδείξεις των δικών της, αλλά και της μικρής κοινωνίας της Χαλκίδας, «οργάνωναν» τη μελλοντική αριστερή της συνείδηση.
Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60), η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Ακολουθεί το περιθώριο και ο αγώνας της επιβίωσης. Ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλιές. Από κεριά στις εκκλησίες μέχρι πλύσιμο πιάτων σε ταβερνάκια στο Περιστέρι για ένα πιάτο φαγητό. «Ολοι εμείς - έλεγε - που αγωνιστήκαμε για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, που περάσαμε τόσα για να το κάνουμε μεγάλο, αρχίσαμε να μπαίνουμε στο περιθώριο. Αρχισε το σαμποτάζ. Ηθελαν να μας βγάλουν όλους σιγά σιγά από τη μέση. Εμένα με είχαν πάντα στο μάτι, γιατί εγώ δεν τους υπολόγιζα, τους έμπαινα άσχημα. Δε σήκωνα πολλές κουβέντες. Ομως, την πλήρωσα την μπόρα πρώτη και καλύτερη. Αλλά δε βαριέσαι. Είχα πείσμα...». Στη δουλειά ξαναβγαίνει το '63. Θα ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η ιστορική συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, από το 1973 στο «Χάραμα». «Εκεί για δέκα χρόνια γινόταν πανζουρλισμός», έλεγε.
«Ο,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει... Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω... Αντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε... Υστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει. Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Εχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραΐσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. `Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Ολα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Ολα είναι βγαλμένα από μέσα μου».
«Με μάγευαν εκείνοι οι ήχοι...»
Στη
ζωή ήρθε πριν 90 χρόνια, 29 Αυγούστου του 1921 - κι Αύγουστος ήταν όταν
«έφυγε» για το τελευταίο «ταξίδι» (27/8/1997), χτυπημένη από τον
καρκίνο. Η ανθρώπινη περιπέτειά της κάθε άλλο παρά ήταν εύκολη. Το
αντίθετο. Το ασυμβίβαστο πνεύμα της δεν ανεχόταν κανενός είδους
συμβάσεις. Αντιδρούσε στο κατεστημένο, πληρώνοντας κάθε τίμημα. Ατομο
φλεγόμενο η ίδια και η ζωή της ένας διαρκής αγώνας: για την επιβίωση, τα
«πιστεύω», τις επιλογές της.Γεννημένη στα Χάλια Χαλκίδας, μέχρι τα εφτά της χρόνια, μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού της, τον παπα - Σωτήρη, που την έπαιρνε πάντα μαζί του στην εκκλησία. «Με μάγευαν από παιδί - έλεγε - εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν μέσα στην ψυχή μου. Δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά μου άρεσε πολύ. Τους κοίταγα σχεδόν με ανοιχτό το στόμα που έψελναν. Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα κι εγώ να ψέλνω. Αργότερα, με πήρε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και με πήγε στον κινηματογράφο να δω ένα έργο, την "Προσφυγοπούλα", που έπαιζε η μεγάλη Βέμπο. Τι ήταν να δω την Βέμπο, ξετρελάθηκα μαζί της και με τη μανία που είχα για τα τραγούδια, δε σταμάταγα όλη μέρα να τραγουδάω όλα τα τραγούδια της Βέμπο. Είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο καθρέφτη, από την προίκα της μητέρας μου, και στο δωμάτιο πήγαινα συνέχεια στον καθρέφτη κι έπαιρνα πόζες, τραγούδαγα, έκανα τα σχέδια της Βέμπο. Η μητέρα μου η μακαρίτισσα μ' έδερνε κάθε μέρα. "Τι είναι αυτά; Τραγουδίστρια θα σε κάνουμε;", μου έλεγε αυστηρά. "Ναι. Θα γίνω τραγουδίστρια"».
Και έγινε, έστω κι αν χρειάστηκε να περάσει διά πυρός και σιδήρου. Από τα 16 της χρόνια, δείχνει τα πολιτικά «πιστεύω» της. Οι συναναστροφές της με αριστερούς, η αντίδρασή της στο κατεστημένο και σε υποδείξεις των δικών της, αλλά και της μικρής κοινωνίας της Χαλκίδας, «οργάνωναν» τη μελλοντική αριστερή της συνείδηση.
«Πέρασα πολλά...»
Μια μέρα
μετά την κήρυξη του πολέμου (29/10/40) θα βρεθεί στην Αθήνα,
αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει πολλές
δουλειές... Οι πολιτικές της πεποιθήσεις την οδηγούν να διακινεί κρυφά
τον «Ριζοσπάστη». Παράλληλα, παίζει κιθάρα και τραγουδά σε ταβέρνες.
Συλλαμβάνεται, γιατί έκλεψε μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο.
Αργότερα συμμετέχει στα Δεκεμβριανά και τραυματισμένη στο χέρι
ξανασυλλαμβάνεται. Αποφυλακίζεται μέσω του «Ερυθρού Σταυρού». Σε μια από
τις τελευταίες της συνεντεύξεις στον «Ριζοσπάστη» (27/2/94), θυμόταν:
«Και "Ριζοσπάστη" διακινούσα... Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το
λέω και το φωνάζω... Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές». Μετά την
Απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις
εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφούν
μαζί δύο τραγούδια (τα πρώτα της), «Οταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το
παιδί που είχες φίλο». Η επιτυχία μεγάλη, την καθιερώνει ως λαϊκή
τραγουδίστρια. Το '48, η Σ. Μπέλλου βρίσκεται στου «Τζίμη του Χοντρού»,
στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Μαζί τους και οι Περιστέρης,
Κασιμάτης, Κερομύτης, Στέλιος, Ρούκουνας, Τουρκάκης. Η άρνησή της να
ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το «βασιλικό τραγούδι, όπως
τότε το έλεγαν οι χίτες», «Του αϊτού ο γιος», έχει ως αποτέλεσμα τον
ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα. Ποτέ δεν ξέχασε ότι
κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δε σηκώθηκε να την υπερασπιστεί.
Από την κορυφή στον αγώνα της επιβίωσης
Μετά
τη φυγή της από του «Τζίμη του Χοντρού» πηγαίνει στου «Παναγάκη», στην
οδό Αλκαμένους, με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε
Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο «Μουσούρη», όπου
αποθεώνονται. Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν
στο ζενίθ της καριέρας της. Ολα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι
και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των
Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα,
Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Ανοιξε γιατί δεν
αντέχω», «Κάτω απ' το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν
απόκληρος γυρίζω» κ.ά.Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60), η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Ακολουθεί το περιθώριο και ο αγώνας της επιβίωσης. Ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλιές. Από κεριά στις εκκλησίες μέχρι πλύσιμο πιάτων σε ταβερνάκια στο Περιστέρι για ένα πιάτο φαγητό. «Ολοι εμείς - έλεγε - που αγωνιστήκαμε για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, που περάσαμε τόσα για να το κάνουμε μεγάλο, αρχίσαμε να μπαίνουμε στο περιθώριο. Αρχισε το σαμποτάζ. Ηθελαν να μας βγάλουν όλους σιγά σιγά από τη μέση. Εμένα με είχαν πάντα στο μάτι, γιατί εγώ δεν τους υπολόγιζα, τους έμπαινα άσχημα. Δε σήκωνα πολλές κουβέντες. Ομως, την πλήρωσα την μπόρα πρώτη και καλύτερη. Αλλά δε βαριέσαι. Είχα πείσμα...». Στη δουλειά ξαναβγαίνει το '63. Θα ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η ιστορική συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, από το 1973 στο «Χάραμα». «Εκεί για δέκα χρόνια γινόταν πανζουρλισμός», έλεγε.
«Ο,τι έχω πει είναι βγαλμένο απ' τη ζωή»
Ανεπανάληπτες
είναι οι ερμηνείες της Σωτηρίας Μπέλλου και στο χώρο του έντεχνου
τραγουδιού. Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη,
Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη,
Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη, δε δίστασε να
καταθέσει, με εξαιρετική επιτυχία, τη λιτή, δωρική φωνή της σε
δημιουργίες των Σταύρου Ξαρχάκου, Διονύση Σαββόπουλου, Δήμου Μούτση,
Ηλία Ανδριόπουλου, Δημήτρη Λάγιου, Αργύρη Κουνάδη, Βασίλη Δημητρίου. Η
εμβληματική φωνή της που σφράγισε λαϊκά τραγούδια όπως «Συννεφιασμένη
Κυριακή», «Οταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» (Τσιτσάνη),
«Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο
ναύτης», «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά»
(Καλδάρα), «Ανοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου), έδωσε φτερά σε νεότερες
δημιουργίες των Μούτση («Το φράγμα»), Σαββόπουλου («Το βαρύ
ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλου («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδη («Δεν περισσεύει
υπομονή»), Λάγιου («Αη Λαός»).«Ο,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει... Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω... Αντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε... Υστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει. Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Εχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραΐσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. `Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Ολα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Ολα είναι βγαλμένα από μέσα μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου