Ο χρυσαυγίτης βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας καλεί τους ομοϊδεάτες του να μην το βάλουν κάτω (δε γράφω το σύνθημα του) και ανέβασε στο facebook την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Δε μας ξαφνιάζει αυτή η προσπάθεια σκύλευσης του ποιητή και απαξίωσης του συμβολισμού του ποιήματος.
Βέβαια, υποθέτουμε ότι αν ζούσε ο ποιητής θα τους απαντούσε κάπως έτσι (όπου ποιητής ας βάλουμε βουλευτής):
Τον εθνικομάχο ποιητή, του ναζισμού τ’ αηδόνι,
κατέβη ο Χάρος να τον πνίξει με διπλό κορδόνι
κι αυτός να ψάλλει αρχίνησε φασιστικήν ωδή
κι ο Χάρος τον εμπούκωσε με τρανταχτή πορδή!
(Από τα Επιγράμματα της Συλλογής «Οργή λαού» του Κ. Βάρναλη)
κατέβη ο Χάρος να τον πνίξει με διπλό κορδόνι
κι αυτός να ψάλλει αρχίνησε φασιστικήν ωδή
κι ο Χάρος τον εμπούκωσε με τρανταχτή πορδή!
(Από τα Επιγράμματα της Συλλογής «Οργή λαού» του Κ. Βάρναλη)
Ο κυρ Μέντιος, είναι το «θύμα», το «ψώνιο», το «Σύμβολον αιώνιο» του δουλευτή λαού - θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που στο τέλος της ζωής του τον πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Στον σκλαβωμένο από τον καπιταλισμό δουλευτή απευθύνεται ο Βάρναλης και του λέει μη σκύβεις το κεφάλι, μπορείς να χτίσεις το δικό σου κόσμο, «Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει/ κ’ έχ’ η πλάση κοκκινίσει/ κι άλλος ήλιος έχει βγει/ σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη», εννοώντας τις χώρες όπου προσπαθούσαν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό. Του υπενθυμίζει πως «Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θά ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς». Αυτός είναι ο αλληγορικός του ο συμβολισμός. Γι’ αυτό είναι ένα τραγούδι που το ακούμε πάντα στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις ή στους δρόμους όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Το ακούμε με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Το να τραγουδήσει κανείς την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι ζήτημα συνειδητής επιλογής. Όχι μόνο για να εκφράσει την αγανάκτησή του για τ’ άδικο τούτου του κόσμου, που είναι και πρόσκαιρη και εύκολα εκτονώνεται, μα για να εκφράσει τη θέλησή του τούτος ο κόσμος να αλλάξει.
Και σε εποχές σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα όπου δοκιμάζεται η ζωή μας, ο συναισθηματισμός και η σκέψη μας η αγανάκτηση περισσεύει. Σε αυτή την κατάσταση, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όσο εύκολα ριζοσπαστικοποιείται κάποιος και αμφισβητεί το σύστημα άλλο τόσο συντηρητικοποιείται, φτάνοντας ακόμα και στις πιο ακραίες φασιστικές απόψεις που τα ίδια άτομα σε άλλες συνθήκες θα τα απέρριπταν. Από την άλλη οι φορείς αυτών των απόψεων δεν απευθύνονται στη συνείδηση αλλά διεγείρουν τη ψυχολογία εκμεταλλευόμενοι τη δυσαρέσκεια και την αγανάχτηση. Γι΄ αυτό και αυτού του τύπου η καπηλεία της «Μπαλάντας του κυρ Μέντιου». Από την άλλη απευθύνονται σε ένα κοινό που δεν έχει την εμπειρία της συμμετοχής σε κοινωνικούς αγώνες. Δεν έχει περπατήσει στους δρόμους όπου κρίνεται το δίκαιο του αιτήματός του. Νομίζει ότι αν καεί το «μπουρδέλο η Βουλή κάτι θα αλλάξει», θεωρεί το «σάπιο πολιτικό σύστημα» αιτία και όχι αποτέλεσμα ενός σάπιου καπιταλιστικού συστήματος.
Ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι ο φασισμός έχει αποδεχτεί ότι ο φασισμός προκειμένου να πετύχει το σκοπό του δεν έχει σεβαστεί τίποτα. Από αφελείς καλλιτέχνες μέχρι ό,τι ιερότερο έχει στην ψυχή και στο μυαλό του ο λαός. Μα όπως έγραψε η φίλη Αλεξάνδρα. «Η τέχνη είναι ελεύθερο πουλί που δεν ξέρεις ποιο χέρι θα την αγγίξει κανένα όμως δεν μπορεί να τη λερώσει».
Εγώ θα αφιερώσω στον Ευστάθιο Φασίστα την τελευταία στροφή από το ποίημα του Βάρναλη «Το καμάρι ο Θοδωρής»:
Παραπάτησε και μπλουμ!
πέφτει σ’ ανοιχτό λαγούμι.
Χαχανίζει ν’ απορείς
και φωνάζει απανωτά:
— Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής,
λερωθήκαν τα σκατά!
Το να τραγουδήσει κανείς την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι ζήτημα συνειδητής επιλογής. Όχι μόνο για να εκφράσει την αγανάκτησή του για τ’ άδικο τούτου του κόσμου, που είναι και πρόσκαιρη και εύκολα εκτονώνεται, μα για να εκφράσει τη θέλησή του τούτος ο κόσμος να αλλάξει.
Και σε εποχές σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα όπου δοκιμάζεται η ζωή μας, ο συναισθηματισμός και η σκέψη μας η αγανάκτηση περισσεύει. Σε αυτή την κατάσταση, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όσο εύκολα ριζοσπαστικοποιείται κάποιος και αμφισβητεί το σύστημα άλλο τόσο συντηρητικοποιείται, φτάνοντας ακόμα και στις πιο ακραίες φασιστικές απόψεις που τα ίδια άτομα σε άλλες συνθήκες θα τα απέρριπταν. Από την άλλη οι φορείς αυτών των απόψεων δεν απευθύνονται στη συνείδηση αλλά διεγείρουν τη ψυχολογία εκμεταλλευόμενοι τη δυσαρέσκεια και την αγανάχτηση. Γι΄ αυτό και αυτού του τύπου η καπηλεία της «Μπαλάντας του κυρ Μέντιου». Από την άλλη απευθύνονται σε ένα κοινό που δεν έχει την εμπειρία της συμμετοχής σε κοινωνικούς αγώνες. Δεν έχει περπατήσει στους δρόμους όπου κρίνεται το δίκαιο του αιτήματός του. Νομίζει ότι αν καεί το «μπουρδέλο η Βουλή κάτι θα αλλάξει», θεωρεί το «σάπιο πολιτικό σύστημα» αιτία και όχι αποτέλεσμα ενός σάπιου καπιταλιστικού συστήματος.
Ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι ο φασισμός έχει αποδεχτεί ότι ο φασισμός προκειμένου να πετύχει το σκοπό του δεν έχει σεβαστεί τίποτα. Από αφελείς καλλιτέχνες μέχρι ό,τι ιερότερο έχει στην ψυχή και στο μυαλό του ο λαός. Μα όπως έγραψε η φίλη Αλεξάνδρα. «Η τέχνη είναι ελεύθερο πουλί που δεν ξέρεις ποιο χέρι θα την αγγίξει κανένα όμως δεν μπορεί να τη λερώσει».
Εγώ θα αφιερώσω στον Ευστάθιο Φασίστα την τελευταία στροφή από το ποίημα του Βάρναλη «Το καμάρι ο Θοδωρής»:
Παραπάτησε και μπλουμ!
πέφτει σ’ ανοιχτό λαγούμι.
Χαχανίζει ν’ απορείς
και φωνάζει απανωτά:
— Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής,
λερωθήκαν τα σκατά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου