Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
΄Ολη αυτή η μεγάλη συζήτηση για τη γλώσσα των Ινδοευρωπαίων και για τους δρόμους που πήρε αυτή, για να
ξαπλωθεί σ' όλη την Ευρώπη και όχι βέβαια μόνη αυτή σαν ένα σύστημα λέξεων και
γραμματικών κανόνων, αλλά σαν ένα πλήθος ανθρώπων, με ανάγκες, συμπεριφορές και
συγκεκριμένες ικανότητες, πήρε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα σε σχέση με τους
Ελληνες. Το πρώτο κεφάλαιο αυτής της συζήτησης αφορούσε το "φυλετικό"
στοιχείο, που θα μπορούσε να μας αποδείξει την ιδιαιτερότητα του
"ελληνικού". Θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να μας αποδείξει την
καμπύλη, που σηματοδοτεί με τα χαρακτηριστικά σημεία της ανάπτυξής της τα
χρονικά όρια του ελληνικού πολιτισμού. Την αρχή του και τα στάδια της ανάπτυξής
του. Μια τέτοια προσέγγιση δε βοήθησε, όμως. Η φυσική ανθρωπολογία, που
φαίνεται ως επιστημονική διαδικασία να βρίσκεται πιο κοντά σε τέτοιους
προσδιορισμούς, δεν έφερε τη λύση του προβλήματος. Ετσι, ο όρος
"Ελληνες", όπως παρατήρησε ο Χόπερ στο ενδιαφέρον βιβλίο του για τους
"πρώτους" Ελληνες, "...δεν είναι ιδιαίτερα επαρκής, τουλάχιστον
όχι περισσότερο απ' ό,τι, π.χ., ο όρος "Κρητικός". Θα πρέπει",
επιμένει ο Χόπερ "να αντικατασταθεί, όπως είναι ευνόητο, από τον όρο
"ελληνόφωνοι", εφόσον, σε τελευταία ανάλυση, η γλώσσα προσδιορίζει το
λαό και το βασικό του πολιτισμό...". Και πραγματικά η άποψη αυτή του
Βρετανού ερευνητή λειτούργησε σχεδόν ως μεθοδολογική πρόταση. Κι αυτό το
υπογραμμίζω, γιατί, ακόμα και σήμερα, όλες οι αναφορές που γίνονται από τους
αρχαιολόγους, τους ιστορικούς ή τους εθνολόγους στο πρόβλημα που εκφράζεται με
τη σχέση Ελληνες - Ινδοευρωπαίοισχετίζονται με την παρουσία μιας γλώσσας,
που δε φαίνεται να είναι γηγενής, άρα, μιας γλώσσας, που είναι δυνατό να μας
οδηγήσει σ' αυτούς που τη μίλησαν και την έγραψαν πρώτοι στην ελλαδική χώρα.
Και όχι μόνο σ' αυτούς που τη μίλησαν και την έγραψαν πρώτοι, αλλά και στον
υλικό πολιτισμό, που οι πρώτοι αυτοί "ελληνόφωνοι" παρήγαγαν.
Βέβαια, είναι αλήθεια πως η όλη συζήτηση που
αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στην ανάλυση των
γλωσσικών στοιχείων. Πολύ γρήγορα προστέθηκαν και οι προσπάθειες για τον
εντοπισμό των στοιχείων εκείνων που συνιστούν τα υλικά προϊόντα του πολιτισμού.
Στοιχείων, με άλλα λόγια, που αποτελούν και το αντικείμενο της αρχαιολογικής
έρευνας. Δίπλα, λοιπόν, στο γλωσσικό πρόβλημα, εντάσσεται, στο πλαίσιο της
έρευνας, και το αρχαιολογικό. Και είναι αλήθεια πως η αρχαιολογική προσέγγιση
των ινδοευρωπαϊκών θεμάτων, σε σχέση με τους Ελληνες ή τους ελληνόφωνους,
μπορεί να θεωρηθεί η πιο θετική ή, για να το πω κι αλλιώς, η πιο αντικειμενική.
Και είναι αντικειμενική, γιατί δε βασίζεται σε υποθέσεις και σε υποκειμενικές
εκτιμήσεις. Ούτε θεμελιώνει τα συμπεράσματά της σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, που
δεν μπορούμε να τις προεκτείνουμε, όπως και όσο χρειάζεται, στο παρελθόν. Τα
αντικειμενικά στοιχεία μάς επιβάλλουν ένα όριο. Ενα τέλος, δηλαδή. Και θέλω να
πω πως η γλώσσα είναι ένα πεπερασμένο, από την άποψη της έρευνας, στοιχείο του
πολιτισμού. Με κανένα τρόπο, δεν μπορούμε να πούμε σήμερα, με βάση τα δεδομένα
που έχουμε στη διάθεσή μας, ποια γλώσσα μιλούσαν οι γεωργοκτηνοτρόφοι της
Μακεδονίας στο τέλος της 5ης χιλιετίας. Και αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να τους
χαρακτηρίσουμε, με βάση τη γλώσσα. Δε λέω τη γραφή, γιατί έχουμε, ήδη, στα
χέρια μας τα δείγματα μιας παλαιοευρωπαϊκής γραφής, που πρέπει να είναι δύο
χιλιάδες χρόνια, ίσως και περισσότερο, πιο παλιά από τη γραφή των σουμεριακών
πινακίδων που χρονολογούνται στο 3500 π.Χ. Κι αυτό το λέω, για να δείξω πως η
έρευνα βρίσκει κάθε τόσο τα μονοπάτια εκείνα που θα την οδηγήσουν σε σημαντικές
λύσεις, αν και οι γνώσεις μας για μια προϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα είναι ακόμα πολύ
λίγες. Μπορούμε, όμως, να πούμε σήμερα, με σιγουριά, ποια γλώσσα μιλούσαν οι
Μυκηναίοι στα 1350 π.Χ. και ακόμα να πούμε πώς την έγραφαν τη γλώσσα αυτή. Πού
την έγραφαν και με ποιον τρόπο. Οι ειδικοί ερευνητές αυτών των θεμάτων,
μάλιστα, αυτή τη γλώσσα την ονόμασαν και "ελληνική". Σχετικά με το
θέμα αυτό, τη γλώσσα των Μυκηναίων, δηλαδή, ο Μάλορι, που τον ανέφερα και σε
άλλο μου σημείωμα, γράφει: "...Η αποδοχή της αποκρυπτογράφησης της
γραμμικής Β (1) ως ελληνικής μάς οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι οι
Ελληνες θα πρέπει να ήταν παρόντες στην Ελλάδα γύρω στο 1300 π.Χ., χρονολογία
των παλιότερων κειμένων".
Το περίεργο, όμως, είναι πως, μέσα από αυτές τις
συζητήσεις που αφορούν τη γλώσσα, ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών δε στρέφεται
με σωστό τρόπο για την αναζήτηση ευρηματικών επιχειρημάτων, σχετικών με τη
σχέση Ελληνες - Ινδοευρωπαίοι. Κατά την άποψή μου, παγιδεύεται στη
γοητεία μιας περιπλάνησης, που οδηγεί αποκλειστικά στο γνωστό μας ερώτημα: Από
πού ήρθαν αυτοί που έγραψαν και μίλησαν την "ελληνική γλώσσα";
"Η φανερή αδεξιότητα με την οποία εκφράζεται η ελληνική γλώσσα με τη
συλλαβική γραμμική Β επιτρέπει να υποστηριχτεί ότι αυτή, καθώς και η γραμμική Α
(2), δεν είχαν αρχικά εφευρεθεί από ελληνόφωνους", υποστηρίζει ο Μάλορι.
Και με βάση αυτή την άποψή του, προτείνει ότι δεν μπορούμε να αναζητήσουμε την
προέλευση των Ελλήνων στην Κρήτη, όπου, όπως είδαμε, βρέθηκαν οι πιο παλιές
πινακίδες της γραμμικής Β, αλλά θα πρέπει να στραφούμε στη νότια ηπειρωτική
Ελλάδα και στην προέλευση των Μυκηναίων. Πού να τους αναζητήσουμε, λοιπόν, τους
πρώτους Ελληνες; Πού θα πρέπει να ψάξουμε τα ίχνη των ιστορικών τους βημάτων;
Καλά η γραφή και η γλώσσα τους, τα σπίτια τους, όμως, τα εργαλεία της δουλιάς
τους; Αυτοί που έζησαν πάνω σ' αυτή τη στεριά και καλλιέργησαν τη γη για πρώτη
φορά και εξημέρωσαν τα πρώτα ζώα και επινόησαν και τους πρώτους θεσμούς ποιοι
ήταν; Δεν είναι σωστό, από την επιστημονική και την ιστορική άποψη, να τους
ονομάσουμε με το ουδέτερο όνομα "Προέλληνες" ή
"Πρωτοέλληνες". Ετσι, δεν το λύνουμε το πρόβλημα, απλώς το
ξεπερνούμε. Την άλλη Κυριακή, όμως, η συνέχεια!
Θέλω να πω πως η γλώσσα είναι ένα
πεπερασμένο, από την άποψη της έρευνας, στοιχείο του πολιτισμού. Με κανένα
τρόπο, δεν μπορούμε να πούμε σήμερα, με βάση τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή
μας, ποια γλώσσα μιλούσαν οι γεωργοκτηνοτρόφοι της Μακεδονίας στο τέλος της 5ης
χιλιετίας. Και αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε με βάση τη
γλώσσα. Δε λέω τη γραφή, γιατί έχουμε, ήδη, στα χέρια μας τα δείγματα μιας
παλαιευρωπαϊκής γραφής, που πρέπει να είναι δύο χιλιάδες χρόνια, ίσως και περισσότερο,
πιο παλιά από τη γραφή των σουμεριακών πινακίδων που χρονολογούνται στο 3.500
π.Χ.
Παραπομπές:
1. Γι' αυτούς που δεν το ξέρουν ή που το
ξέχασαν, θα ήθελα να πω πως Γραμμική Β ονομάζεται η γραφή, και η γλώσσα βέβαια,
που ήταν χαραγμένη πάνω σε χιλιάδες πήλινες πινακίδες, οι παλιότερες από τις
οποίες βρέθηκαν στο ανάκτορο της Κνωσού.
2. Η Γραμμική Α είναι μια γραφή παλιότερη
από τη Γραμμική Β. Κατά την άποψή μου, θα μπορούσαμε να την τοποθετήσουμε δίπλα
στα "σήματα" της παλαιοευρωπαϊκής γραφής και τα ίδια
"σήματα" της πινακίδας του Δισπηλιού Καστοριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου