Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου... »

Επιτρέψτε μου ένα μικρό διάλειμμα. Λέω να κάνουμε μια βουτιά στο χρόνο. Μια βουτιά στην παράδοση του λαού μας.

«Κόλιαντα», «σούρβα», «ρουγκατσάρια», «τζιόπκες». Λέξεις, θαρρείς, από άλλη γλώσσα. Μα σε όποια άλλη γλώσσα και να ψάξεις δεν πρόκειται να τις βρεις, αφού είναι βαθιά ελληνικές. Μα και στα λεξικά δύσκολα θα τις συναντήσεις. Γιατί τούτες οι λέξεις και πλήθος όμοιές τους ανήκουν πια σε μια άλλη Ελλάδα που η εποχή της πέρασε ανεπιστρεπτί. Μια Ελλάδα που τα χωριά της έσφυζαν από ζωή και οι άνθρωποί της περίμεναν το Δεκέμβρη και το Γενάρη για να ξαποστάσουν και ν' ακούσουν τις λέξεις αυτές να πλανιούνται στα σοκάκια από τα παιδικά χείλη αναγγέλλοντας τα Χριστούγεννα. Το Δωδεκάμερο του γλεντιού, που αρχαίες τελετές και χριστιανικά έθιμα μπλέκονταν με ένα «μαγικό» τρόπο και χαλάρωναν τους ανθρώπους του μόχθου από τον παμπάλαιο αγώνα με τη γη. Μπροστά από τα τζάκια που απόδιωχναν την παγωνιά, οι οικογένειες χώρια και όλο το χωριό μαζί γιόρταζαν γλεντώντας. Κάτι που θα ήταν καλό να ξαναθυμηθούμε κι εμείς.
 
Το αντιπάλεμα των θρησκειών
Αυτή η «μαγική» συνεύρεση του χριστιανισμού με την αρχαία θρησκεία - απομεινάρια της οποίας ήταν όλα τα λαϊκά έθιμα του Δωδεκαήμερου - δεν ήταν πάντα τόσο ειδυλλιακή. Στην πραγματικότητα, οι φορείς της νέας θρησκείας, που ήταν πλέον καθεστώς, κυνήγησαν δίχως έλεος - έστω και αν το «έλεος» προβαλλόταν σαν ο πυρήνας του χριστιανισμού - τις λαϊκές δοξασίες, τα ήθη και τα έθιμα ενός ολόκληρου λαού, όχι βέβαια με σκοπό την καταπολέμηση της υπαρκτής και απόλυτης αμορφωσιάς, αλλά την εξαφάνισή τους και την τοποθέτηση στη θέση τους των νέων δοξασιών. Από την έκτη Οικουμενική Σύνοδο και για αιώνες μετά, αυτή η μονόπλευρη επίθεση συνεχιζόταν δίχως αποτέλεσμα. Και αυτό γιατί, όπως γράφει ο Κώστας Καραπατάκης «οι παλιές συνήθειες του λαού, που ήταν βιώματα τόσων αιώνων και μέρος της αρχαίας θρησκευτικής του λατρείας, ήταν η ζωή του, το οξυγόνο του, που δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθούν και να σβήσουν, γιατί ήταν ζυμωμένες με το αίμα του και βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του». Χαρακτηριστικό είναι και το ότι η 25η Δεκέμβρη συμπέφτει - αν δεν ταυτίζεται - με τη γέννηση του παλιού θεού Μίθρα, του αρχηγού όλων των ειδωλολατρικών θεών.
Το Δωδεκαήμερο περιλάμβανε τις τρεις μεγάλες γιορτές, τις γιορτές του πρωτομάρτυρα Στέφανου, της Παναγιάς και του Σταυρού, καθώς και του Αϊ-Γιάννη. Τα Χριστούγεννα κατέχουν πρωταρχική θέση σε αυτή την αλυσίδα. Στη μέση του χειμώνα, με το χοιρινό και το κρασί, με την αίσθηση της αισιοδοξίας που έφερε η ίδια η γιορτή, δημιουργούσαν την κατάλληλη χαρούμενη διάθεση.
Τα κάλαντα
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου!/ Για βγάτε, δέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται!/ Γεννιέται και βαφτίζεται στο μέλι και στο γάλα./ Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες και το κηρί της μέλισσας το τρώει η Παναγίτσα», τραγουδούσαν τα παιδιά στα χωριά των Γρεβενών και της Σιάτιστας την παραμονή.
Πρόκειται για τα κάλαντα ή « κόλιαντα», «κόλεντα», «κόλιντρα», «κόλντα». Αποτέλεσμα του ανακατέματος του χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας, που οι ρίζες τους ξεκινάνε από την αρχαιότητα, τα κάλαντα δεν αναγγέλλουν μόνο τη γιορτή, αλλά προσαρμόζονται και στις ιδιαιτερότητες του κάθε ακροατή με σκοπό... το κέρδος! Ετσι, εγκωμιάζονται η λεβεντιά και η ομορφιά, τραγουδιούνται οι πόθοι των νέων. «Στο σπίτι τούτο που 'ρθαμε, του πλουσιονοικοκύρη/ ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα/ να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη/ για να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι/ κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι./ Ο γιος του νοικοκύρη μας να παντρευτεί μια ωραία/ κι η κόρη με τα χέρια της να υφάνει πανωραία».
Μάλιστα, στην περιοχή των Γρεβενών, μόνο ένα τραγούδι έχει θρησκευτικό περιεχόμενο και τα άλλα είναι ανάλογου ύφους με το παραπάνω. Για παράδειγμα, κάλαντα αφιερωμένα στο γεωργό ήταν διαδεδομένα στη Μακεδονία, στην Ηπειρο, στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία: «Εσένα πρέπ' αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι/ το άξιο το περήφανο και το στεφανωμένο./ Ας είν' καλά τ' αλέτρι σου, θεός να το πλουταίνει/ για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντρειωμένα/ να θημωνιάζεις πυργωτά, να ζεις για να σε πάρω/ να κοσκινίζεις μάλαμα, να πέφτει το χρυσάφι/ τα πυκνοκοσκινίσματα να διν'ς στα παλικάρια».
Οι «ματσούκες»
Η προετοιμασία για τα κάλαντα ξεκινούσε τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Τα παιδιά φώναζαν στους μαχαλάδες κάθε βράδυ «κόλιαντα» και μάθαιναν τα λόγια από τους μεγάλους. Συγχρόνως, ετοίμαζαν τις ματσούκες ή τζιόπκες, που απατώνται και με πλήθος άλλες ονομασίες. Επρεπε να είναι φτιαγμένες από χλωρά ξύλα και χοντρά στο τελείωμα. Τυπικά συμβόλιζαν τα ραβδιά των βοσκών της βίβλου, ουσιαστικά όμως ήταν «όπλα» για προστασία από τα άλλα παιδιά που θα περνούσαν το σύνορο του χωριού. Με τα ξύλα αυτά θα χτυπούσαν τις πόρτες για τα κάλαντα, θα ανακατεύανε τη χόβολη για να πούνε τις ευχές που θα έφερναν «παράδες μίρμιρο», όπως η στάχτη της φωτιάς. Ουσιαστικά, αυτά τα ξύλα ήταν τοτεμικά, αφού τους δίνονταν «ιδιότητες», όπως αυτή της μετάδοσης δύναμης στα άψυχα και τα έμψυχα που χτυπούσαν. Ετσι, χτυπούσαν με τη ματσούκα την πόρτα φωνάζοντας «κόλιαντα μπάμπω κόλιαντα/ κι εμένα μπάμπω κλούρα» (κουλούρα) και οι νοικοκυρές τους μοίραζαν κάστανα, καρύδια και αμύγδαλα.
Οι νοικοκυρές ήταν επιφορτισμένες και με το ψήσιμο του χριστόψωμου, της κολούρας και του αρνόψωμου που ονομαζόταν έτσι επειδή προοριζόταν για τον τσοπάνη. Τα χριστόψωμα τα ζύμωναν με μαγιά από κοπανισμένα ρεβίθια και τριμμένο ξηρό βασιλικό, μαζί με «καθάριο» ψιλοκοσκινισμένο σταρίσιο αλεύρι. Τα μόνα σπίτια που δε ζύμωναν ήταν αυτά που πενθούσαν. Πριν τα βάλουν στο φούρνο σχεδίαζαν πάνω στη ζύμη με δαχτυλήθρες από βαλανιδιά και ρακοπότηρα, σταυρούς και άλλες παραστάσεις από το αγροτικό - ποιμενικό περιβάλλον. Στα αρνόψωμα κολλούσαν και μερικά άψητα ρεβίθια που παράσταιναν τα αρνιά και τα κατσίκια.
Το σφάξιμο του γουρουνιού
Ακόμη ένα έθιμο των χριστουγέννων με ειδωλολατρικές ρίζες είναι και το σφάξιμο του γουρουνιού την παραμονή. Οι άντρες που τα έσφαζαν γύριζαν σε παρέες το χωριό και έπαιρναν τα σπίτια με τη σειρά. Πριν κόψουν το λαιμό, το σταυρώνανε με το μαχαίρι και έλεγαν στους νοικοκυραίους: «άιντε καλοφάγωτο και να το ξοδέψτε με υγεία». Την ώρα που έτρεχε το αίμα, η νοικοκυρά θυμιάτιζε σταυρωτά το λαιμό και το σώμα του ζώου και έβαζε κοντά στο κεφάλι αναμμένα κάρβουνα και «θυμίαμα» για να μην το μαγαρίσουν οι καλλικατζάροι. Στην Καρδίτσα του κόβανε το αριστερό πόδι και το έβαζαν στο στόμα του για να φάει τα ποδάρια του και όχι το νοικοκύρη, ενώ στη Λήμνο, αν το γουρούνι ήταν μαύρο, έπαιρναν με το δάχτυλό τους αίμα και έκαναν με αυτό σταυρό στο μέτωπο για να μην πονάει το κεφάλι τους.
Το βράδυ της παραμονής των χριστουγέννων έβαζαν στο τζάκι και ένα μεγάλο χλωρό κούτσουρο που έπρεπε να μείνει άσβεστο μέχρι τα Φώτα. Επίσης, οι γυναίκες, επειδή ταύτιζαν τη λεχωνιά τους με τη λεχωνιά της Παναγιάς, φρόντιζαν την τελευταία φτιάχνοντας τα «σπάργανα της παναγιάς», δηλαδή τηγανίτες «για να μην της κοπεί το γάλα». Στην Ανατολική Θράκη δε μάζευαν το τραπέζι μετά το φαγητό «για να 'ρθει η Παναγίτσα να φάει».
Ανήμερα των Χριστουγέννων ήταν καθαρή οικογενειακή «υπόθεση» και δε γίνονταν επισκέψεις. Μόνο στην ανατολική Θράκη και την Κρήτη οι άντρες και τα μεγάλα αρραβωνιασμένα παιδιά γύριζαν στα χωριά και τραγουδούσανε. Και οι νοικοκυρές τους φίλευαν λάδι, κουλούρα και αυγά.
Είναι φανερό λοιπόν ότι τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας για τα χριστούγεννα που συνοπτικά παρουσιάσαμε σήμερα, αλλά και για την πρωτοχρονιά και τα φώτα, δεν ήταν αποτελέσματα του εκκλησιαστικού τυπικού, που έτσι κι αλλιώς ακολουθούσε ο λαός, αλλά πήγαζαν από κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό, που είχε να κάνει τελικά με την ανάγκη της κοινότητας να αντιμετωπίζει το άγνωστο, να εκφράζει τους φόβους και την αισιοδοξία της μέσα από κοινές πολιτιστικές αναφορές, αντιμετωπίζοντας έτσι και την πρόκληση του κύριου στόχου: την επιβίωση και τη συνέχειά της. 

Τα στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη «Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα», εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμας (1981).

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!!!