Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για την αντισυνταγματικότητα των αντεργατικών νόμων που ψηφίστηκαν κατ' εφαρμογή του μνημονίου, ενώ ετοιμάζονται προσφυγές στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια κάτω από την ομπρέλα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας (ΔΣΑ) και ομάδας συνταγματολόγων.
Η όλη συζήτηση ενισχύεται από την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την αντισυνταγματικότητα συγκεκριμένων διατάξεων του ασφαλιστικού νομοσχεδίου και τα δημοσιεύματα για τη Λετονία και τη Ρουμανία, όπου τα συνταγματικά δικαστήριά τους ακύρωσαν ορισμένες ρυθμίσεις αντιλαϊκών νόμων που ψηφίστηκαν κατ' εφαρμογή ανάλογων μνημονίων δανεισμού από το ΔΝΤ.
Τι μπορούν να περιμένουν οι εργαζόμενοι από τις προσφυγές
Δεν είναι η πρώτη φορά που η προσφυγή στην αστική Δικαιοσύνη αντιπαρατίθεται στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες. Είναι γνωστή η τακτική των συμβιβασμένων και ξεπουλημένων συνδικαλιστικών ηγεσιών να παρουσιάζονται μπροστά σε συνελεύσεις ή ΔΣ εργαζομένων με το δικηγόρο τους, συνήθως εκπρόσωπο μεγάλων δικηγορικών εταιρειών που έχουν πάρει εργολαβία τις εργατικές υποθέσεις, εκτονώνοντας έτσι τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων. Είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος που τοποθετείται ο ΔΣΑ: «Τα καινοφανή μέτρα που έχουν θεσπισθεί, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με πολυμέτωπη προσπάθεια ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων» (η υπογράμμιση δική μας).
Ο τρόπος που παρουσιάζεται το όλο θέμα οδηγεί στην καλλιέργεια της αυταπάτης ότι μπορεί να υπάρξει ανατροπή βασικών πλευρών της αντιλαϊκής επιδρομής του κεφαλαίου εναντίον των εργατικών δικαιωμάτων που προωθούνται μέσα από το μνημόνιο, μέσα από δικαστικές αποφάσεις και ότι η αστική Δικαιοσύνη, που κηρύσσει όλες τις απεργίες παράνομες, είναι τελικά σύμμαχος των εργαζομένων.
Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τίποτε, ιδίως αν πάρει υπόψη τις συζητήσεις για την ανάγκη αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού και αναπτέρωσης της εμπιστοσύνης του λαού απέναντι στο αστικό πολιτικό σύστημα που βρίσκεται στο ναδίρ. Επομένως, η αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων απέναντι σε αγκωνάρια του αστικού πολιτικού συστήματος (Σύνταγμα, Δικαιοσύνη) μπορεί να προταχθεί ως επιλογή, ακόμη κι αν χρειαστεί να υπάρξει ένα μικρό τίμημα. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο εξηγεί ο ΔΣΑ το σκοπό των προσφυγών, που είναι η «διαφύλαξη της εθνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης».
Σε κάθε όμως περίπτωση, οι αποφάσεις αυτές είτε θα αφορούν σε δευτερεύοντα ζητήματα που εύκολα θα μπορεί να διορθώσει η παρούσα ή οποιαδήποτε κυβέρνηση του κεφαλαίου είναι στην εξουσία, είτε - σε περίπτωση που ακυρωθούν πιο σημαντικές ρυθμίσεις - θα ληφθούν άλλου είδους αντεργατικά μέτρα που θα προσπερνούν τα επίμαχα σημεία, αλλά θα καταλήγουν στην ίδια αντιλαϊκή συνταγή, δηλαδή αφαίρεση του μέγιστου κοινωνικού πλούτου από τους εργαζόμενους - παραγωγούς του και μεταφορά του στο σεντούκι του μεγάλου κεφαλαίου.
Για το πρώτο ενδεχόμενο, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του δικαστηρίου της ΕΕ που έχει κατά καιρούς δικαιώσει προσφυγές του Ευρωκοινοβουλίου για δευτερεύοντες λόγους, με αποτέλεσμα οι ίδιες κατ' ουσία αποφάσεις, μετά από διάφορα επιδερμικά λίφτινγκ, να εγκρίνονται μετά πολλών επαίνων ως συμβατές με το ευρωενωσιακό νομικό εποικοδόμημα.
Για το δεύτερο ενδεχόμενο, είναι αποκαλυπτική η εμπειρία της Λετονίας, όπου η ακύρωση από το συνταγματικό δικαστήριο ορισμένων αντεργατικών ρυθμίσεων του μνημονίου δεν άλλαξε σε τίποτε τη διαρκή τραγική επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων, ούτε εμπόδισε τη λήψη άλλων, εξίσου βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων υπέρ του κεφαλαίου.
Τι μπορούν να περιμένουν από το αστικό Σύνταγμα
Στην όλη συζήτηση περί αντισυνταγματικότητας του μνημονίου, σειρά άρθρων και παραγράφων του Συντάγματος παρατίθενται, δημιουργώντας την εντύπωση ότι έχουμε ένα καλό Σύνταγμα που προστατεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων και κάποιες κακές κυβερνήσεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα, παρόλο που οι ίδιες το συνέταξαν, το ψήφισαν και κατηγορούν το ΚΚΕ γιατί καλεί τον εργαζόμενο λαό να παλέψει για ένα φιλολαϊκό δρόμο ανάπτυξης, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και του νομικοπολιτικού τους εποικοδομήματος. Η ΝΔ κατέθεσε ένσταση αντισυνταγματικότητας του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που απορρίφθηκε από το ΠΑΣΟΚ, ενώ όταν στην κυβέρνηση ήταν η ΝΔ το ίδιο θέατρο παιζόταν αντίστροφα. Ο πρόεδρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι η «ωμή παραβίαση του Συντάγματος (...) συνιστά μείζον πρόβλημα δημοκρατίας στον τόπο».
Η επιστημονική θεωρία του σοσιαλισμού, ο μαρξισμός - λενινισμός, έχει απαντήσει στο ζήτημα της φύσης του αστικού Συντάγματος και οι απαντήσεις αυτές παραμένουν επίκαιρες και φρέσκες λες και γράφτηκαν χτες, ακουμπάνε στην ίδια την εμπειρία του λαού μας. Το Σύνταγμα στην καπιταλιστική κοινωνία, το αστικό δηλαδή Σύνταγμα, δεν μπορεί να εκφράζει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τις κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις, δηλαδή να κατοχυρώνει και θωρακίζει τα συμφέροντα της κυρίαρχης αστικής τάξης. Το Σύνταγμα δεν είναι ούτε αταξικό ούτε υπερταξικό. Η προστασία των συμφερόντων της άρχουσας τάξης μέσα από τα αστικά Συντάγματα, για λόγους ιστορικούς αλλά κυρίως για λόγους ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο αστικό πολιτικό σύστημα, γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καλλιεργείται η αυταπάτη ότι προστατεύονται εξίσου τα δικαιώματα των αντίπαλων τάξεων, ότι εξισορροπούνται τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, ή ακόμη ότι είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων το ποια συμφέροντα θα επικρατήσουν.
Η αυταπάτη της εξισορρόπησης των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων μέσα από τα Συντάγματα και γενικά το νομικό εποικοδόμημα είναι πιο έντονη σε περιόδους που είναι σχετικά εύκολη η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, επομένως υπάρχει δυνατότητα παραχώρησης ορισμένων παροχών στους εργαζόμενους, ενώ υποχωρεί σε περιόδους κρίσης του καπιταλισμού, όπως είναι η σημερινή, εξ ου και η όλη συζήτηση περί αντισυνταγματικότητας των μέτρων. Η επίδραση του συσχετισμού των δυνάμεων δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της συγκεκριμένης, συνταγματικά κατοχυρωμένης εξουσίας του κεφαλαίου. Εξάλλου, το θέμα του συσχετισμού δυνάμεων είναι σύνθετο και πολύπλευρο. Εχει παρατηρηθεί ιστορικά ότι η αστική τάξη παραχωρεί δικαιώματα στην εργατική τάξη όχι μόνο όταν είναι δυνατό το εργατικό κίνημα και νιώθει ότι απειλείται από αυτό, αλλά και αντίστροφα, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα εμφανίζεται αρκετά σταθεροποιημένο.
Το Δεύτερο Μέρος του ελληνικού Συντάγματος είναι γεμάτο με άρθρα που διακηρύσσουν την προστασία μιας σειράς κοινωνικών και «ατομικών»1 (όχι δημοκρατικών) δικαιωμάτων. Στα κοινωνικά δικαιώματα περιλαμβάνονται το δικαίωμα στην εργασία, στην Κοινωνική Ασφάλιση, στην Παιδεία, στην Υγεία, στην οικογένεια, στη μητρότητα, στη νεανική ηλικία, στην αναπηρία, κλπ. Ακόμη και το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος δικαίου (άρθρο 25) υποτίθεται ότι προστατεύεται από το αστικό Σύνταγμα, με παράθυρα για την παραβίασή του βέβαια. Γι' αυτό και οι προσφυγές που θα επικαλεστούν αυτό το άρθρο θα επικεντρώνουν στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή για να το πούμε λαϊκά: Εχετε το δικαίωμα να το παραβιάσετε, αλλά μην το παρακάνετε.
Στην πραγματικότητα, κανένα αστικό Σύνταγμα δεν μπορεί να κατοχυρώσει ούτε τα κοινωνικά ούτε τα δημοκρατικά δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού, ακόμη και στην πιο αναπτυγμένη μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς τα διακηρύσσει. Οπως έγραφε και ο Λένιν, «τι είναι το Σύνταγμα; Ενα χαρτί, πάνω στο οποίο έχουν γραφτεί τα δικαιώματα του λαού».
Τα κοινωνικά δικαιώματα που παρελαύνουν στα αστικά Συντάγματα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν υπέρ της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική κοινωνία, γιατί έρχονται σε σύγκρουση με τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το δικαίωμα στην εργασία. Επομένως, η συζήτηση για το αν το ένα ή το άλλο μέτρο είναι αντισυνταγματικό είναι από αποπροσανατολιστική έως κούφια. Είναι στη φύση των αστικών κυβερνήσεων να παραβιάζουν και να τσαλαπατούν τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα που υποτίθεται ότι κατοχυρώνουν - στην ουσία απλώς παραθέτουν - στα Συντάγματά τους.
Αυτό δε σημαίνει ότι η εργατική τάξη και το Κόμμα της δεν παλεύουν για την κατοχύρωση και διεύρυνση των λαϊκών κατακτήσεων, ότι δεν αξιοποιούν οποιαδήποτε παρωνυχίδα για να καθυστερήσουν αντιλαϊκά μέτρα, να προετοιμάσουν καλύτερα την οργάνωση και αντεπίθεση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα του αιτήματος του ΚΚΕ να ψηφιστεί το μνημόνιο με την αυξημένη πλειοψηφία του άρθρου 28 του Συντάγματος, γιατί αφορά σε μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, αίτημα που αντιμετωπίστηκε από τα κόμματα του κεφαλαίου με το γνωστό τρόπο που συνηθίζουν να τσαλαπατούν ακόμη και το Σύνταγμά τους, αν αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ομως, θα ήταν ναρκοθέτηση των συμφερόντων και της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης και παραίτηση του ΚΚ από τον επαναστατικό του χαρακτήρα, αν με τη δράση τους καλλιεργούσαν συνταγματικές και λεγκαλιστικές αυταπάτες, κάτι που έχει αποδειχθεί - συχνά τραγικά - από την ίδια την εμπειρία τόσο του ελληνικού όσο και του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Το ίδιο ισχύει και για την προσφυγή στα δικαστήρια, που μπορεί να αξιοποιηθεί ως ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό μέσο, που με κανέναν όμως τρόπο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λαϊκή πάλη, πολύ περισσότερο να αξιοποιηθεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει τις αμαρτίες της αστικής τάξης και να πλασάρει με αστραφτερό περιτύλιγμα το μουχλιασμένο και σάπιο περιεχόμενο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Σημείωση
1. Δεν είναι τυχαία η χρήση της συγκεκριμένης λέξης, που όμως ο σχολιασμός της ξεφεύγει από το σκοπό αυτού του άρθρου.
Της
Λίνας ΚΡΟΚΙΔΗ*
* Η Λίνα Κροκίδη είναι υπεύθυνη του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για τις Δημοκρατικές Ελευθερίες, τη Δικαιοσύνη και τα Δικαιώματα των Μεταναστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου