Το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και τα αδιέξοδα βάζουν στο τραπέζι
καινούριες «εναλλακτικές», για να σωθεί η πλουτοκρατία
Την
ανησυχία τους, για το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και τα αδιέξοδα που
αντιμετωπίζει η αστική τάξη στη διαχείρισή της, εκφράζουν οι εκπρόσωποι της
πλουτοκρατίας, που όλο και πιο ξεκάθαρα βάζουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας
ανεξέλεγκτης ελληνικής χρεοκοπίας. Στο στόχαστρο της πλουτοκρατίας βρίσκονται
σταθερά οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, τους οποίους σπρώχνουν στη φτώχεια
και την εξαθλίωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο επικεφαλής της ομάδας εργασίας της Ευρωζώνης για την
ελληνική οικονομία, Χορστ Ράιχενμπαχ, ξεκαθαρίζει: «Υπάρχουν δύο
κατευθύνσεις για την ελληνική οικονομία: Η παραγωγικότητα πρέπει να αυξηθεί και
οι μισθοί πρέπει να μειωθούν», δείχνοντας το δρόμο για την εκ νέου κλιμάκωση
της βάρβαρης αντιλαϊκής επίθεσης.
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε, δηλώνει ότι «θα με εξέπληττε αν άλλαζαν οι όροι εκταμίευσης της
επόμενης δόσης προς την Ελλάδα, αλλά δεν θα αποτελούσε έκπληξη για μένα αν
άλλαζαν οι όροι του νέου πακέτου βοήθειας προς τη χώρα», σημειώνοντας ότι
«υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων θα πρέπει να επανεξεταστεί το κατά πόσον
είναι εφαρμόσιμοι οι όροι της συμφωνίας του Ιουλίου», αναφερόμενος
ειδικότερα στο πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων, στο οποίο η συμμετοχή
των ιδιωτών φαίνεται να είναι χαμηλότερη της αναμενόμενης.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Β. Σόιμπλε αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο
επαναδιαπραγμάτευσης και επανασυμβιβασμού στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, καθώς η
υλοποίηση τής, ούτως ή άλλως εύθραυστης συμφωνίας της 21ης Ιούλη, σκοντάφτει
στους εντεινόμενους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων μερίδων της πλουτοκρατίας.
Πάντως, ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι αναφορικά με το ενδεχόμενο κήρυξης στάσης
πληρωμών στην Ελλάδα «δεν έχει νόημα να κάνουμε εικασίες σχετικά με τα
επόμενα βήματα», αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι να εφαρμοστούν «με τη
μέγιστη σοβαρότητα» οι αποφάσεις που ελήφθησαν τον Ιούλη.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας των
Χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας, Μίχαελ Μάιστερ, μια συντεταγμένη
πτώχευση σημαίνει ότι η χώρα η οποία προβαίνει σε αυτή συνεχίζει να είναι μέλος
της Ευρωζώνης και είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της.
«Πλανάται οικτρά όποιος πιστεύει ότι ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από τη
ζώνη του κοινού νομίσματος θα έβαζε τέρμα στα προβλήματα. Το αντίθετο, ένα νέο
νόμισμα θα υποστεί άμεσα ισχυρή υποτίμηση, ενώ τα χρέη θα συνεχίσουν να
υφίστανται σε ευρώ», σημειώνει.
Παίρνουν μέτρα στήριξης των τραπεζών
Χτες, εξάλλου, ο οίκος αξιολόγησης «Moody's» προχώρησε στην υποβάθμιση
της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας οκτώ ελληνικών τραπεζών κατά δύο
βαθμίδες. Πρόκειται για τις Εθνική, Eurobank, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς,
Αγροτική, Τράπεζα Αττικής, Εμπορική και Γενική Τράπεζα. Σύμφωνα με τη «Moody's»
η υποβάθμιση αποδίδεται στους αυξημένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι
τράπεζες λόγω της έκθεσής τους στα ελληνικά ομόλογα και τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η καθυστέρηση της εφαρμογής της συμφωνίας
της 21ης Ιουλίου.
Μπροστά στην ανησυχία από το βάθεμα της κρίσης, οι υπουργοί Οικονομικών των
κρατών - μελών της Ομάδας των Είκοσι (G20), μετά τη σύνοδό τους στην
Ουάσιγκτον, εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν με το οποίο υπόσχονται «ισχυρή και
συντονισμένη δράση» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Από την
πλευρά της, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προειδοποιεί
ότι η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη φάση, σημειώνοντας ότι
«σήμερα, αν δεν υπάρξει μια συλλογική γρήγορη δράση, διατρέχουμε τον κίνδυνο
να χάσουμε τη μάχη της ανάπτυξης». «Δεν κοιτάζουμε τον πάτο του βαρελιού,
αλλά είναι ξεκάθαρο: Η ανάκαμψη από την ύφεση για τις ανεπτυγμένες οικονομίες θα
είναι δύσκολη», παραδέχεται ο πρωθυπουργός της Μεγ. Βρετανίας, Ντέιβιντ
Κάμερον.
Παράλληλα, οι υπουργοί οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των κρατών της
ομάδας «BRICS» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότιος Αφρική) σε κοινή
ανακοίνωσή τους δηλώνουν ότι οι χώρες τους «είναι διατεθειμένες να εξετάσουν,
εάν είναι αναγκαίο, την παροχή υποστήριξης διαμέσου του ΔΝΤ ή άλλων διεθνών
χρηματοπιστωτικών οργανισμών ώστε να αντιμετωπιστούν οι παρούσες προκλήσεις για
την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα, αναλόγως των ιδιαίτερων συνθηκών σε
κάθε χώρα». Το κίνητρο δεν είναι, βέβαια, ο «αλτρουισμός» μεταξύ
καπιταλιστικών οικονομιών, αλλά η επιδίωξη να διεισδύσουν στην Ευρώπη και να
βρουν κερδοφόρα διέξοδο συσσωρευμένα κεφάλαια από τις ανερχόμενες
οικονομίες.
Σενάρια για το ευρώ
Ενισχύοντας τα σενάρια περί διάσπασης της ευρωζώνης και δημιουργίας μιας
«σκληρής ευρωζώνης» για την ισχυροποίηση του ευρώ, η αντιπρόεδρος της Κομισιόν,
Βιβιάν Ρέντινγκ, προτείνει τη συγχώνευση των αγορών ομολόγων και τη
δημιουργία ενός «ευρωομολόγου» της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου,
της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φιλανδίας, δηλαδή όλων των χωρών που
βαθμολογούνται με ΑΑΑ. Η Β. Ρέντινγκ εκτιμά ότι «θα είχαμε τότε μια ευρωπαϊκή
αγορά ομολόγων με ισχυρή ρευστότητα και υψηλή φερεγγυότητα», ενώ δεν
απαιτείται αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών για να γίνει κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με την ίδια, σε μια δεύτερη φάση, τα χρήματα που θα διασφαλίζονται
από τα ομόλογα των φερέγγυων χωρών θα χορηγούνται ως δάνεια στις υπερχρεωμένες
χώρες και έτσι οι χώρες υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας θα αναλαμβάνουν το ρίσκο
ευθύνης που προκύπτει από μια τέτοια συναλλαγή και οι υπερχρεωμένες χώρες θα
δανείζονται χρήματα με ευνοϊκότερους όρους. Από την πλευρά της Γερμανίας, ο
εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, Μάρτιν Κράιενμπαουμ, έσπευσε να
απορρίψει την πρόταση, ξεκαθαρίζοντας ότι η απόρριψη της έκδοσης κοινών ομολόγων
«ισχύει ανεξαρτήτως του ποιες επιμέρους ομάδες (χώρες) θα συμμετείχαν στο
ευρωομόλογο».
Την ίδια στιγμή, το σενάριο της «άτακτης διάσπασης της ευρωζώνης»
εξετάζει η «Credit Suisse», και καταλήγει ότι σε μια τέτοια περίπτωση τα
περιφερειακά νομίσματα θα υποχωρήσουν 50% οδηγώντας τον καθαρό εξωτερικό
δανεισμό στο 200% - 250% του ΑΕΠ για την περιφέρεια πλην Ιταλίας, με αποτέλεσμα
να μην μπορεί να αποπληρωθεί το 40% των κρατικών και ιδιωτικών δανείων. Η
ελβετική τράπεζα σημειώνει ότι «παραδοσιακά, στις μη ελεγχόμενες χρεοκοπίες,
το ΑΕΠ υποχωρεί κατά 9% και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται στο
22%».
Εκτιμά ακόμα ότι το κόστος για την Ελλάδα από ενδεχόμενη έξοδο από την
ευρωζώνη θα είναι στο 10%-20% του ΑΕΠ, και επιβεβαιώνοντας ότι η όποια
διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος της πλουτοκρατίας περνάει μέσα
από το τσάκισμα του λαού, σημειώνει ότι «ίσως χρειαστεί μια μείωση μισθών
8%-15% προκειμένου να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα στην περιφερειακή
ευρωζώνη».
Δημοσίευμα, τέλος, της γερμανικής εφημερίδας «Handelsblatt»
υποστηρίζει ότι το γερμανικό δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με αυτό
που εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία. Η εφημερίδα επικαλείται τις εκτιμήσεις του
Μπερντ Ραφελχίσεν, καθηγητή οικονομικών σε γερμανικό πανεπιστήμιο, ο
οποίος υποστηρίζει ότι πέραν των 2 τρισ. ευρώ γερμανικού χρέους που προκύπτει
από τα δηλωμένα στοιχεία, η Γερμανία φέρεται να έχει επιπλέον υποχρεώσεις 5
τρισ. ευρώ εξαιτίας των ελλειμμάτων στην κοινωνική ασφάλιση και τα
συνταξιοδοτικά ταμεία.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου