Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

“Σύγχρονη σοσιαλιστική Γενική Εκπαίδευση-Πρόκληση του καιρού μας” - Μέρος Β΄


Σταθερή βασική Εκπαίδευση και σταθεροποίηση των θεμελιωδών σφαιρών Εκπαίδευσης
Για το σχεδιασμό της σοσιαλιστικής  Γενικής Εκπαίδευσης  από τις σημερινές επιστημονικοτεχνικές εξελίξεις έχουμε βγάλει  τα συμπεράσματα, τα οποία η ΧΙ Συνέλευση(Συνδιάσκεψη , Συνέδριο, Σύνοδος;) του SED επικύρωσε  με έμφαση , ότι το Σχολείο πρέπει να παρέχει στέρεη βασική Εκπαίδευση, για να προετοιμάζει καλά τη νεολαία για μελλοντικές απαιτήσεις στην κοινωνία, την επιστήμη και την Τεχνική[1] . Αυτό  αντιστοιχεί  επίσης σε τάσεις εξέλιξης , οι οποίες επικρατούν σε όλον τον κόσμο.  Οι αναλύσεις, τις οποίες  έχουμε διεκπεραιώσει με επιστήμονες της Ακαδημίας των Επιστημών, με ειδικούς της Βιομηχανίας και της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, οι έρευνες για επαλήθευση της Εκπαίδευσης στη ζωή έχουν με έμφαση επιβεβαιώσει  ότι ενώπιον του σημερινού και του μελλοντικά ακόμη περισσότερο αυξανόμενου ρυθμού της κοινωνικής και επιστημονικοτεχνικής εξέλιξης η βασική εκπαίδευση καθίσταται η αποφασιστική  προϋπόθεση στην προετοιμασία για τη ζωή. Ο χρόνος κάλυψης  της Επιστήμης και της Τεχνικής είναι αυτή τη στιγμή  σε μερικούς τομείς  ήδη συντομότερος, απ’ όσο διαρκούν οι χρόνοι στην τεχνική εκπαίδευση. Επίσης στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, στην Ειδική (Σημ. Μετ.:τεχνολογική?) και πανεπιστημιακή εκπαίδευση με βάση παρόμοιες εξελίξεις η τάση πορεύεται  προς μια ενίσχυση της επαγγελματικής βασικής εκπαίδευσης, των βασικών σπουδών ( Σημ.Μετ. : εννοείται το ήμισυ των σπουδών?), στην εξειδίκευση γίνεται πιο ευέλικτος χειρισμός και μετατοπίζεται στην επαγγελματική Μετεκπαίδευση , όπου γίνεται εν μέρει εντονότερη. Μόνο επαγγελματική εξειδίκευση δεν μπορεί σήμερα πια ν’ αποτελεί το σκοπό, να μεταδίδει στον άνθρωπο ένα ποσό γνώσης κι αντίστοιχες ικανότητες, με τη βοήθεια των οποίων θα είναι εξοπλισμένος για όλες τις απαιτήσεις στην επαγγελματική του ζωή. Από την πολλαπλότητα των απαιτήσεων, με την οποία ο νέος άνθρωπος μελλοντικά  είναι αντιμέτωπος , από το γεγονός ότι στην πορεία της ζωής του επανειλημμένα θα πρέπει να ξαναμάθει, έχουμε βγάλει τα συμπεράσματα ότι σταθερή βασική εκπαίδευση και θεμελιώδεις σφαίρες εκπαίδευσης θα πρέπει περαιτέρω να σταθεροποιηθούν.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα Μαθηματικά , τη Φυσική και το Πολυτεχνικό μάθημα στη βασική εκπαίδευση, αλλά επίσης για άλλες σφαίρες της Εκπαίδευσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται π.χ. λόγος  για την αυξανόμενη σημασία της γλωσσο-επικοινωνιακής βασικής Εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της προσωπικότητας στην πρακτική της ζωής και του επαγγέλματος. Ανάγνωση και γραφή καθώς και η προφορική και γραπτή κατοχή της μητρικής γλώσσας δεν είναι μόνο απαραίτητες, για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής, της παραγωγής και της κοινωνικής επικοινωνίας διανοίγουν ακόμη πιο αποφασιστικές προσβάσεις προς περαιτέρω Εκπαίδευση, κουλτούρα και, όχι τελευταία , θεμελιακές  για την πνευματική εξέλιξη , για μια γενική ικανότητα ζωής και σκέψης.
Ακόμη και αν παραβλέψουμε τον αναλφαβητισμό, ο οποίος επικρατεί ακόμη σε μεγάλα τμήματα  του κόσμου και είναι ουσιαστικά χρεωμένος  στο ιμπεριαλιστικό αποικιακό σύστημα, συζητείται  επίσης στις εξελιγμένες βιομηχανικές  χώρες, όπως στις ΗΠΑ ο “δευτεροβάθμιος αναλφαβητισμός”, ως ένα σοβαρό πρόβλημα της Απασχόλησης και της  κοινωνικής ζωής.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκθέσεις του εκεί Υπουργείου Παιδείας 27 εκ. Αμερικάνοι πάνω από 17 χρονών δεν μπορούν  να διαβάζουν  και να γράφουν  και πέρα απ’ αυτά 45 εκ. κατέχουν ελάχιστα  τους απλούστερους βασικούς κανόνες. Δίπλα στη νέα φτώχεια  και την κοινωνική παραμέληση στις καπιταλιστικές χώρες  παίζουν ένα ρόλο επίσης τα ΜΜΕ, η τηλεόραση, η αυξανόμενη Δεσποτεία των εικονογραφημένων περιοδικών και εικόνων στην καπιταλιστική μαζική κουλτούρα  και βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου ( στις ΗΠΑ υπάρχουν 1000 τηλεοπτικοί σταθμοί και 11.000 περιοδικά). Εξάλλου σχεδόν από κοινού στις σοσιαλιστικές  και επίσης στις προπορευόμενες καπιταλιστικές  χώρες μπορεί να διαπιστωθεί μια τάση να χορηγείται στη γλωσσική (μητρική ) εκπαίδευση  ένα υψηλό μερίδιο ωρών  και αυτή σε σύνδεση  με τη συνολική Εκπαίδευση  και την πνευματική εξέλιξη να σταθεροποιείται  μέχρι το τέλος  του Σχολείου  και να συνεχίζεται. Σ’ αυτήν την τάση εξέλιξης αντιστοιχεί  το ότι στα νέα προγράμματα διδασκαλίας για τα Μαθηματικά  και τα Φυσικά στο Πολυτεχνικό μας Σχολείο η ακριβής γλωσσική διατύπωση επιστημονικών καταστάσεων 


[1] Βλ. εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος  Γερμανίας στην ΧΙ Σύνοδο(Συνέδριο;) του SED, εισηγητής:: Erich Honecker. Εκδοτικός οίκος Dieetz, Βερολίνο 1986, σ.11.
προσδιορίστηκε ως σκοπός του προγράμματος και ότι το γλωσσικό στοιχείο εκλαμβάνεται  ως ένα ουσιώδες τμήμα του τρόπου σκέψης  και εργασίας καθώς και της πνευματικής εξέλιξης. Μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες όπως π.χ. ο Wilhelm Ostwald, έχουν παραπέμψει  στη σημασία της γλώσσας ως μέσου για την κατανόηση των σχέσεων στις Φυσικές Επιστήμες και την εκλαΐκευση των Φυσικών Επιστημών. Αυτό ισχύει περισσότερο σήμερα, επίσης μπροστά στην αυξανόμενη σημασία της Πληροφορικής  και των κομπιούτερ. Η συνειδητή αναστροφή  με τα νέα μέσα Πληροφορικής και  Επικοινωνίας προϋποθέτει  κατά κοινή αντίληψη μια συνειδητή αναστροφή με γλωσσικά και μαθηματικά μέσα.
Συμπεράσματα που μπορούν να παραβάλλονται έχουμε βγάλει  επίσης για όλες τις άλλες περιοχές  της Εκπαίδευσης.  Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας σε μια Λευκή Βίβλο της Ακαδημίας των Επιστημών για την Εκπαίδευση πέραν του τέλους  της χιλιετίας γίνεται λόγος  για τους γνωστούς ως “επτά λόφους” της Γενικής Εκπαίδευσης, οι οποίοι είναι απαραίτητοι, αν αυτή πρέπει να συμβάλει στο να ανοίξουν οι πύλες της επόμενης χιλιετίας: τη γλωσσική -επικοινωνιακή Εκπαίδευση, η οποία περιλαμβάνει  τη μητρική Γλώσσα και την ξενόγλωσση εκπαίδευση, τα Μαθηματικά, τις Φυσικές επιστήμες, την πολυτεχνική εκπαίδευση, την ιστορικο-κοινωνική, την Αισθητική και τη σωματική εκπαίδευση.[1] Η μαρξιστική -λενινιστική εκπαιδευτική και πολιτιστική αντίληψη επαληθεύεται λοιπόν ως οξυδερκής προσανατολισμένη προς το μέλλον.
Στην εργασία για τα διδακτικά προγράμματα και τ α διδακτικά υλικά του Δεκάχρονου και του Διευρυμένου Σχολείου ενεργήσαμε συνειδητά αντίθετα προς την τάση να διαγράφουμε βασικές σφαίρες της Εκπαίδευσης χάριν νέων μαθημάτων. Η τάση να αντιδρά κάποιος πολύ γρήγορα σε νέα προβλήματα εξέλιξης με το να συγκροτεί νέα μαθήματα, όπως διδάσκουν διεθνείς εμπειρίες, οδηγεί εν μέρει στο να διατηρούνται  παραδοσιακά μαθήματα σ’ εκείνο το τμήμα της υπόστασής τους, που ο εκσυγχρονισμός του είναι ληξιπρόθεσμος. Αυτό δεν οδηγεί μόνο σε περίπλοκα προβλήματα του ωρολογίου προγράμματος , γιατί ο χρόνος  για νέα μαθήματα μπορεί να κερδηθεί μόνο με περικοπή των υπαρχόντων μαθημάτων. Αλλά και αποτελματώνεται η αναγκαία περαιτέρω εξέλιξη του περιεχομένου των παραδοσιακών μαθημάτων σύμφωνα με νέες τάσεις εξέλιξης και εμπειρίες. Έναντι τούτου ακολουθούμε τη γραμμή να διατηρούμε τη βασική υπόσταση της Γενικής Εκπαίδευσης και ταυτόχρονα  λαβαίνοντας  υπόψη τις νέες εξελίξεις να την εκσυγχρονίζουμε.[2]

Ενημέρωση νέων παρατηρήσεων στη Γενική Εκπαίδευση
Νέες επιστημονικές ανακαλύψεις  και παρατηρήσεις, οι οποίες  κέρδισαν επίδραση στη ζωή, στην παραγωγή, στην εικόνα του κόσμου και στην κοσμοθεωρία του ανθρώπου βρήκαν  πάντα αργά ή γρήγορα  είσοδο στη σχολική Εκπαίδευση. Αυτή η ενσωμάτωση νέων επιστημονικών γνώσεων στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης συγκρίνεται  με την εξημέρωση  των άγριων ζώων σε κατοικίδια. Στο πλαίσιο αυτού του συσχετισμού γίνεται λόγος για την εξημέρωση επιστημονικών απόψεων(παρατηρήσεων) στη Γενική Εκπαίδευση.
Τέτοιες εξελίξεις μπορούν να παρακολουθούνται  στο περιεχόμενο της Βιολογίας στη Γενική Εκπαίδευση. Η Αριστοτελική εγκυκλοπαιδική Βιολογία αναγνωρίστηκε  και διαδόθηκε περίπου μετά από μιάμιση χιλιετία και χρειάστηκαν  ακόμη περίπου 150 χρόνια μέχρι να εισαχθεί στο γερμανικό  δημοτικό σχολείο κυρίως μέσω των Jan Amos Komensky, August Hermann Franke και Andreas Reyner. Η συστηματική βιολογία, στο κέντρο της οποίας βρέθηκαν  οι απόψεις του Linne΄ για το φυσικό σύστημα των όντων- “το σύστημα της Φύσης” εμφανίστηκε το 1735- ήταν ήδη το 1790 επιστημονικά αναγνωρισμένη και μέχρι την είσοδό της στα αγαθά της Σχολικής Εκπαίδευσης χρειάστηκε  περίπου άλλα 50 χρόνια : Η επιστημονική  εξήγηση της καταγωγής των ειδών των οργανισμών και της εξέλιξης της καταγωγής τους, που έκανε ο Charles Darwin (το 1859 εμφανίστηκε το σημαντικό έργο του Darwin ως αυτοτελής δημοσίευση) χρειάστηκε μέχρι την επιστημονική της αναγνώριση περίπου 30 χρόνια. Η αποδοχή της  στο εκπαιδευτικό αγαθό της σχολικής Βιολογίας βραχύνθηκε σα συνέπεια των δραστηριοτήτων  προοδευτικών βιολόγων και παιδαγωγών, όπως των Ernst Hackee, Emil Adolph Robmabler και Johannew Muller για 30 χρόνια. Στο γερμανικό κράτος (ενν. 1871-1939) απαγορεύτηκε βέβαια το 1882 εντελώς για πολλά χρόνια  στο μάθημα της βιολογίας στα σχολεία της ανώτερης βαθμίδας  της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης “το επικίνδυνο δαρβινικό σκεπτικό”, το οποίο -σίγουρα όχι εντελώς άδικα - είχε συνδεθεί  με τους αγώνες της Σοσιαλδημοκρατίας, και ακόμη αντιτέθηκε σφοδρή αντίσταση  στην αποδοχή δαρβινικών ιδεών  στα πρακτικά μαθήματα. Σημερινές  δικαστικές κρίσεις σε μερικές πολιτείες των ΗΠΑ αποπνέουν  το ίδιο πνεύμα ταξικού περιορισμού.
Τα αποτελέσματα των ερευνών  για τη μοριοβιολογική  υπόσταση της Γενετικής, και ιδιαίτερα η ανακάλυψη της δομής του DNS  από τον Αμερικάνο James Watson και τον Άγγλο Francis Crik  το 1953, βρήκαν  αμέσως επιστημονική αναγνώριση και διάδοση. Μεταφέρθηκαν σχετικά γρήγορα στο σχολικό εκπαιδευτικό αγαθό εξαιτίας της εξέχουσας επιστημονικής, πρακτικής και κοσμοθεωρητικής σημασίας τους, στη δημοκρατία μας ήδη μετά 10 περίπου χρόνια στο ωρολόγιο πρόγραμμα το οποίο εξελίχθηκε από το 1964 μέχρι το 1970 με 6 ώρες για την 10η τάξη.[3]
H Bιοτεχνολογία διαμορφώθηκε ως διεπιστημονική ειδικότητα υψηλής  πολιτικο-οικονομικής σημασίας μόνο στις τελευταίες δεκαετίες. Στη Δημοκρατία μας κατέστη μία από τις Τεχνολογίες -κλειδί με βάση τους προσανατολισμούς της Χ και ΧΙ κομματικής Συνέλευσης (Συνδιάσκεψης, Συνεδρίου;). Ολόκληρες περιοχές της παραγωγής πρώτων υλών, της γεωργίας, της οικονομίας τροφίμων, της καλλιέργειας (φυτών ή ζώων), της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος, της Ιατρικής επηρεάζονται από αυτήν επαναστατικά.  Ενώ στα ωρολόγια προγράμματα του 1964/1970 έγινε παραπομπή στη βιοτεχνολογία ακόμη πολύ γενικά , στην EOS (Erwecterte-Ober-Schule=Διευρυμένο Σχολείο)  π.χ. σε σχέση με την τεχνητή παραγωγή λευκώματος  και τη διάνοιξη  νέων πηγών τροφής,  τα ωρολόγια προγράμματα  για το Διευρυμένο Σχολείο περιέχουν από το 1980 ήδη συγκεκριμένα  στοιχεία ύλης για τη σύνθεση βιταμινών, αντιβιοτικών, ενζύμων για βιομηχανική βιομαζική παραγωγή μέσω της αξιοποίησης των απορριμμάτων , για μαζική παραγωγή χλωροφυκιών και παραγωγή πρωτεϊνών και βιταμινών, για καλλιέργεια μικροοργανισμών ως βάσης για την παραγωγή αντιβιοτικών. Κατά την περαιτέρω εξέλιξη  των ωρολογίων  προγραμμάτων και των υλών διδασκαλίας  για το δεκάχρονο Σχολείο εντάχτηκαν  επίσης στο περιεχόμενο   της βασικής Γενικής Εκπαίδευσης στη Βιολογία σημαντικές γνώσεις της Βιοτεχνολογίας και μάλιστα όχι μόνο εκείνες της επονομασθείσας κλασσικής Βιοτεχνολογίας, αλλά κυρίως   και σύγχρονες τάσεις εξέλιξης, οι οποίες σε σχέση με την Τεχνολογία-κλειδί γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικές. Ενώπιον τέτοιων εξελίξεων μπορεί κάποιος να μιλά  για μια τάση επιτάχυνσης  της εξημέρωσης  επιστημονικών γνώσεων  στο περιεχόμενο της Γενικής Εκπαίδευσης. Η ειδική θεωρία της Σχετικότητας π.χ. εισήχθη στο περιεχόμενο της σχολικής Γενικής Εκπαίδευσης περίπου 70 χρόνια μετά την ανακάλυψη και παρουσίασή της. Ως συνέπεια της ανακάλυψης της διάσπασης του πυρήνα του ουρανίου από τον Otta Hahn και την Lise Meitner το έτος 1938 έγινε δυνατή η ατομική ενέργεια και η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας το 1945 στις ιαπωνικές πόλεις  Χιροσίμα και Ναγκασάκι και η τρομερή στρατιωτική εφαρμογή αυτών των νέων ανεξάντλητων πηγών ενέργειας εμπλέκονται  τόσο βαθιά στη ζωή των ανθρώπων, ώστε αυτές οι νέες επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες άλλαξαν αποφασιστικά  την εικόνα του κόσμου, ήδη στις δεκαετίες του ’40 και ’50 εισήχθησαν στα σχολικά ωρολόγια προγράμματα και στα διδακτικά βιβλία.
Εντελώς νέες ερωτήσεις διαμορφώθηκαν με την εξέλιξη της μικροηλεκτρονικής για το περιεχόμενο της Εκπαίδευσης. Από την εγκαθίδρυση του πρώτου κυκλώματος ενσωματωμένων ηλεκτρονικών στοιχείων το 1960 μέχρι το 1985 ο βαθμός ενσωμάτωσης αυξήθηκε από μερικές εκατοντάδες σε μερικά εκατομμύρια  λειτουργίες, με τις οποίες η ικανότητα  επίδρασης των Computer στο ίδιο χρονικό διάστημα πολλαπλασιάστηκε περίπου δέκα χιλιάδες φορές. Ο ρυθμός εξέλιξης της Μικροηλεκτρονικής , ο οποίος  είναι μοναδικός στην Ιστορία των παραγωγικών δυνάμεων, έχει εγείρει νέες ερωτήσεις για την ενσωμάτωση  νέων επιστημονικών γνώσεων στο περιεχόμενο της Εκπαίδευσης. 



[1] Βλ. M.Scabolcsi: ασταθής εικόνα της παιδείας μας. Στο : Magyar Tudomani, ειδική έκδοση, αρ.12/1986.
[2] Βλ.Margot Honecker: Η σχολική πολιτική του SED και οι αυξανόμενες  απαιτησεις  στο δάσκαλο κασιτην εκπαίδευση του δάσκαλου.. Στο : Για την εκπαιδευτική πολιτική και  παιδαγωγική στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Λαός και γνωση εκδοτικός οίκος του Λαού, Βερολίνο 1987, σ. 7638
[3] Βλ. Ottokar Gronke:  Για την εξέλιξη του μαθήματος τη ςΒιολογίας στη μεθοδολογία της Βιολογίας, ιδιαίτερα για την εξέλιξη της αναζήτησης της πληροφορίας στα κατώτερα Σχολέια της Γερμανίας μέχρι τον 20ό αιώνα. Στο: Η ιστορική κληρονομιά της Μεθοδολογίας της Βιολογίας καιτου μαθήματος της Βιολογίας. Συμβολές στην 4η επιστημονική ετήσια ημερίδα των επιστήμόνων της Μεθοδολογίας στη Βιθολογία της DDR 1978.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: