Αποτελεί
πια νόμο του κράτους το Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση των
εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα, από τις αρχές της σχολικής χρονιάς έχουν σταλεί
στα σχολεία εγκύκλιοι για τη γενίκευση του θεσμού της αξιολόγησης της σχολικής
μονάδας.
Για
την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, ορίζονται πέντε ενότητες που αφορούν το έργο
του, με μια σειρά κριτήρια, όπου σε καθένα από αυτά, ανάλογα με τους βαθμούς
που θα συγκεντρώνει θα χαρακτηρίζεται: Eλλιπής, επαρκής, πολύ καλός και
εξαιρετικός. Ο εκπαιδευτικός που θα καταγραφεί ως ελλιπής σε δύο τουλάχιστον
κριτήρια καθηλώνεται μισθολογικά. Αν και στη νέα αξιολόγηση που θα γίνει στα
επόμενα τρία χρόνια χαρακτηριστεί και πάλι ελλιπής δεν έχει θέση στην
εκπαίδευση!
Ποιον εκπαιδευτικό
όμως θεωρεί «πολύ καλό» ή «εξαιρετικό» το Προεδρικό Διάταγμα για την
αξιολόγηση; Ο εκπαιδευτικός δεν κρίνεται για τις επιστημονικές γνώσεις
που μεταδίδει, αλλά αν υλοποιεί και στηρίζει ευρωπαϊκά προγράμματα
(επιχειρηματικότητα, ευρωπαϊκή μνήμη, κ.ά.), αν ανοίγει δρόμους στη
«διαθεματικότητα» και στις δεξιότητες. Κατά πόσον εκπαιδεύεται και προωθεί
αντιδραστικές παιδαγωγικές αντιλήψεις στο όνομα της καινοτομίας. Αν συνδράμει
στη διαφοροποίηση και αυτονόμηση της σχολικής μονάδας, στη σύνδεσή της με τους
χορηγούς και τις ανάγκες της αγοράς. Αν συντελεί στο να βαθαίνουν και να
διαιωνίζονται οι ταξικοί και οι μορφωτικοί φραγμοί.
Ορατή
πια η προσπάθεια κατηγοριοποίησης των σχολείων
Οι κατευθύνσεις που μπαίνουν
αναδεικνύουν τη σχολική μονάδα ως «τον κύριο φορέα προγραμματισμού του
εκπαιδευτικού έργου». Οι άξονες πάνω στις οποίους κινείται η αξιολόγηση του
εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας είναι: Μέσα και πόροι, Ζητήματα διοίκησης
- οργάνωσης, Διδασκαλία και μάθηση, Κλίμα και σχέσεις στο σχολείο, Προγράμματα
δράσης και βελτίωσης, Εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Μ'
αυτές τις δύο παράλληλες διαδικασίες αξιολόγησης (εκπαιδευτικού και μονάδας)
είναι φανερό ότι επιδιώκουν να μετακυλήσουν τα προβλήματα της εκπαίδευσης που
θα εμφανίζονται πολύ πιο οξυμένα στα επόμενα χρόνια από την ευθύνη του κράτους
στην ευθύνη του γονιού, του μαθητή, του εκπαιδευτικού, της σχολικής μονάδας.
Επικεντρώνουν
στην «ανάδειξη της σχολικής μονάδας ως βασικού φορέα προγραμματισμού του
εκπαιδευτικού έργου», που σαφώς σηματοδοτεί την προσπάθειά τους να
κατηγοριοποιηθεί ταξικά το κάθε σχολείο.
Προσπάθεια, άλλωστε, που διαπερνά όλες τις θεσμικές παρεμβάσεις για την
εκπαίδευση, (π.χ. νόμος για το «νέο» σχολείο, για το λύκειο και την
Επαγγελματική εκπαίδευση, χρηματοδότηση, ο όλο και πιο διευρυμένος ρόλος της
Τοπικής διοίκησης, οι εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών
κ.λπ.).
Πάνω
σε αυτήν την κατεύθυνση, θέτουν δείκτες και κριτήρια, με σημαντικότερο την
αξιολόγηση της σχολικής μονάδας στη βάση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, και
με κριτήρια του τύπου «επιτεύγματα και πρόοδος μαθητών», «διαρροή και φοίτηση»,
«ατομική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών»! Δηλαδή, αξιολογείται και
κατατάσσεται το σχολείο, με βάση τις παραπάνω επιδόσεις των μαθητών (σκόπιμα
ασαφώς διατυπωμένες), λες και είναι υπεύθυνο κύρια το σχολείο και όχι μια σειρά
κοινωνικοί παράμετροι, άμεσα συνδεδεμένες με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα.
Λες και το ίδιο το σχολείο δεν είναι ενεργητικό του μέρος. Ευθύνεται τάχα η
συγκεκριμένη σχολική μονάδα για τη διαρροή στην 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση
που φτάνει ήδη στο 11%; Πώς κρίνεται η μη συνεισφορά του δάσκαλου στη στροφή
από νωρίς στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και κατάρτιση; Πώς εκτιμάται η ατομική και
κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού του άνεργου, του μετανάστη; Η αγωνιστική στάση
των μαθητών είναι στοιχείο της κοινωνικής και ατομικής ανάπτυξης;
Η
περίφημη αξιολόγηση της σχολικής μονάδας θα βαθύνει παραπέρα την
κατηγοριοποίηση, την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων, θα αναπτυχθεί ο
ανταγωνισμός και ο ατομισμός και θα οξύνονται μέσω και της έντασης των
κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. μετακινήσεις οικογενειών σε
περιοχές με «καλά» σχολεία, εδραίωση αντιλήψεων για
κληρονομική αμορφωσιά των εργατών, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, των
μειονοτήτων, διεύρυνση των ταξικών ανισοτήτων, γενικότερες επιπτώσεις στον
τρόπο ζωής κ.λπ.). Είναι μοχλός για την εκδίωξη πρώιμα των εργατόπαιδων από
τις δομές του σχολείου, για το χτύπημα των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων
των εκπαιδευτικών, για την σφιχτή ποδηγέτησή τους με τις αξίες και τους στόχους
της αστικής τάξης.
Πιο
εύκολα θα «πατήσουν πόδι» χορηγοί και επιχειρηματικοί φορείς
Η
αξιολόγηση του σχολείου περιλαμβάνει ακόμη το δείκτη: «Διαχείριση και
αξιοποίηση μέσων και οικονομικώνπόρων» του σχολείου. Τα
ερωτήματα από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας για τη διαδικασία Αυτοαξιολόγησης
της Σχολικής Μονάδας, που είναι του στιλ «Ο Δήμος ή η Κοινότητα ενισχύει
οικονομικά το σχολείο; Το σχολείο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για κοινές δράσεις
με φορείς της τοπικής κοινωνίας (σ.σ. βλέπε ΜΚΟ, επιχειρηματικούς φορείς,
επιμελητήρια κ.λπ.)», δεν προϊδεάζουν απλά αλλά επιβεβαιώνουν την
αντιδραστική κατεύθυνση. Με το νόμο 3966/2011 ήδη στα Πρότυπα Σχολεία
επιτρέπεται με απόφαση του συλλόγου διδασκόντων να προσελκύονται χορηγοί.
Ετσι
σε μια πορεία, η σχολική μονάδα, αυτόνομη - διαφοροποιημένη - ανταγωνιστική, θα
έχει ευθύνη και υποχρέωση για τα οικονομικά της, για την επιλογή αναλυτικών και
διδακτικών προγραμμάτων, βιβλίων και εκπαιδευτικών. Η συντήρηση ή η ανάπτυξή
της συναρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» της, ενώ θα
πρέπει να είναι «ευαίσθητη» στις απαιτήσεις των «πελατών».
Η
παραπάνω κατεύθυνση συμπληρώνεται με το νόμο για την «Αρχή διασφάλισης της
Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ)». Η
παραπάνω αρχή θα παίξει το ρόλο του εξωτερικού αξιολογητή των σχολείων. Με βάση
τις διατάξεις του παραπάνω νόμου η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας μπορεί να
γίνεται και «από διαπιστευμένο φορέα αξιολόγησης της πρωτοβάθμιας ή της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής». Δηλαδή, αξιολόγηση από
«διαπιστευμένες» εταιρείες!
Πακτωλός
χρημάτων και πρόθυμα στελέχη
Στόχος
της αξιολόγησης είναι ο έλεγχος του πόσο καλά περνάει στη σχολική αίθουσα και
στο σχολείο το πνεύμα και το γράμμα των αντιδραστικών αλλαγών που απαιτεί και
έχει ανάγκη σήμερα το κεφάλαιο για την εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, το αστικό κράτος
θέλει τον εκπαιδευτικό ενεργό και συμμέτοχο στην απρόσκοπτη εξέλιξη των
αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και παράλληλα επιδιώκει την ενεργητικότερη
συμμετοχή του στην ενίσχυση και αναβάθμιση του σχολείου ως ιδεολογικού
μηχανισμού του.
Κομβικό
ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία θα παίξουν τα στελέχη της εκπαίδευσης (γι' αυτό και
τα Προεδρικά Διατάγματα δίνουν βάρος και στη δική τους αξιολόγηση). Ηδη, ένας
όχι ευκαταφρόνητος αριθμός σχολικών συμβούλων με αναβαθμισμένο επιστημονικό και
παιδαγωγικό κύρος και χωρίς να εμπλέκονται ευθέως σε διοικητικές πράξεις τα
προηγούμενα χρόνια, έχουν πάρει «σβάρνα» τα σχολεία, προκειμένου να
προετοιμάσουν το έδαφος. Είναι αυτοί που αναλαμβάνουν μαζί με τον διευθυντή του
σχολείου το βασικό έργο της αξιολόγησης, επενδύοντας από τη μια στο μαστίγιο
του φόβου και την υποταγή του κρατικού υπαλλήλου κι από την άλλη στο καρότο της
αναβάθμισης τάχα του εκπαιδευτικού και του παιδαγωγικού έργου.
Μάλιστα,
είναι χαρακτηριστικό ότι τα κονδύλια που δίνονται για να εδραιωθεί ο μηχανισμός
της αξιολόγησης είναι τεράστια και την ίδια ώρα δίνουν ψίχουλα για τις
τεράστιες υπαρκτές ανάγκες των σχολείων: 1,5 εκατομμύρια το χρόνο δίνονται για
να φτιαχτεί το Σώμα αξιολογητών, με περίπου 2.000 σχολικούς συμβούλους, την ώρα
που τα εκπαιδευτικά κενά μεγαλώνουν και ο προϋπολογισμός για την Παιδεία είναι
μείον κατά 700 εκ. από πέρσι. Είναι πρόκληση σε αυτές τις συνθήκες το
κόστος της αξιολόγησης να φτάνει ήδη τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ.
Απάντηση
με μαζικούς όρους
Κι
όλα αυτά γιατί; Μήπως για να κάνει το σχολείο καλύτερο; Η αξιολόγηση στο
σχολείο δεν θα το κάνει καλύτερο, αλλά πιο ταξικό. Είναι κομμάτι των
αντιδραστικών αλλαγών στην οικονομία, στο μεροκάματο, τις εργασιακές σχέσεις -
λάστιχο, στην Υγεία, στην Ασφάλιση. Ετοιμάζει και εκπαιδεύει τα παιδιά σαν το
φτηνό εργατικό δυναμικό του αύριο.
Η
μετάθεση της ευθύνης για τα αδιέξοδα στο σχολείο στον εκπαιδευτικό, στη
συγκεκριμένη σχολική μονάδα, θα κλείσει τον κύκλο της εντέλει ρίχνοντας την
ευθύνη στο γονιό και στο παιδί που τάχα «δεν παίρνει τα γράμματα». Αφήνοντας
στο απυρόβλητο τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου και την ευθύνη του
αστικού κράτους, και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν, την ΕΕ.
Προφανώς
και οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ανεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει στο σχολείο. Ομως,
δεν είναι επιλογή του εκπαιδευτικού τα άθλια σχολικά βιβλία και το αντιδραστικό
αναλυτικό πρόγραμμα, δεν καθορίζει αυτός το τι διδάσκεται στα πανεπιστήμια και
στα σχολεία, δεν είναι εκείνος ο παράγοντας που τελικά καθορίζει τους
περιορισμούς που μπαίνουν έτσι κι αλλιώς στο σχολείο και είναι ταξικοί. Δεν
είναι δική του ευθύνη η διαφορετική, άνιση αφετηρία από την οποία ξεκινάνε οι
μαθητές.
Για
όλους αυτούς τους λόγους, οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε συμφέρον να αντιπαλέψουν
από κοινού με τους γονείς και τους μαθητές αυτές τις κατευθύνσεις.
Χωρίς
οργανωμένη και συλλογική αντίδραση η αξιολόγηση δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί!
Αυτό απαιτεί όρους μαζικών συνελεύσεων, αποφάσεις Συλλόγων, ΕΛΜΕ και Συλλόγων
Διδασκόντων από κοινού με Συλλόγους και Ενώσεις Γονέων, με μαθητικά συμβούλια,
που να απαιτούν να αξιολογήσουν την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ με τα
κενά στα σχολεία, με την ανύπαρκτη χρηματοδότηση, με τα παιδιά που δε φτάνουν
στο σχολείο γιατί δεν έχουν μεταφορικό μέσο, με τις παγωμένες τάξεις, με τα
παιδιά που λιποθυμάνε, με την επαγγελματική εκπαίδευση που είναι σε τέλμα...
Απαιτεί να ανοίξει ουσιαστική συζήτηση για το μορφωτικό και παιδαγωγικό ρόλο
του εκπαιδευτικού και του σχολείου. Να αναδεικνύεται όλο και πιο καθαρά ότι σε
ένα ταξικό σχολείο, τα κριτήρια αξιολόγησης δεν μπορούν να είναι ποτέ φιλολαϊκά
ακόμα κι αν είναι ντυμένα με «προοδευτικούς» ή «ακαδημαϊκούς» μανδύες.
Aναδημοσιευμένο άρθρο από τον ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ
Τ. Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου