Η υπόθεση «κόκκινα»
δάνεια, δηλαδή τα ληξιπρόθεσμα δάνεια με αδυναμία να αποπληρωθούν, επανήλθε
στην επικαιρότητα μέσα στον Ιούνη με αφορμή τη σχετική εγκύκλιο που
δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) προς τις τράπεζες. Η απόφαση της ΤτΕ
τροφοδότησε μια σειρά παρεμβάσεις και δηλώσεις στα ΜΜΕ, τόσο κυβερνητικών
στελεχών, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων φορέων.
Προβλέπονται βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών για
περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται προσωρινές. Ακόμα
προβλέπονται μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών,
με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού τους και
παράταση του χρόνου αποπληρωμής. Τέλος, προβλέπονται τρόποι οριστικής διευθέτησης. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να
συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης
στο πιστωτικό ίδρυμα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμη και με
ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης.
Γιατί τους έπιασε ο «πόνος» για τα λεγόμενα κόκκινα
δάνεια; Ο βασικός στόχος τους δεν είναι η ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών,
των ανέργων, των αυτοαπασχολούμενων, των εργατικών - λαϊκών οικογενειών που
αδυνατούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Και αυτό το σχέδιο στοχεύει στην
ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και προοπτικά στη συγκέντρωση γης και
ακινήτων στα χέρια μεγάλων ομίλων για να προχωρήσουν τα επενδυτικά σχέδια.
Η ουσία είναι ότι η
ελληνική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ορισμένα βασικά προβλήματα που
συνδέονται άμεσα με την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως βασικού
πυλώνα της καπιταλιστικής οικονομίας, σε συνθήκες που ολοκληρώνεται η
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζικών ομίλων. Τα «μη εξυπηρετούμενα» δάνεια
συνέχισαν και φέτος την ανοδική τους πορεία, φτάνοντας στα 77 δισ. ευρώ. Το 1ο
τρίμηνο του 2014 τα «κόκκινα» δάνεια έφτασαν στο 33,5% από 32% που ήταν το
αντίστοιχο περσινό διάστημα. Από αυτά, τα 42 δισ. ευρώ είναι δάνεια των
επιχειρήσεων, τα 25 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά και τα 10 δισ. ευρώ είναι
καταναλωτικά. Ο Γ. Στουρνάρας ανέφερε πως τα «κόκκινα» δάνεια προκάλεσαν ζημιές
ύψους 600 εκατ. ευρώ στις τράπεζες.
Οι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής
Από τα δημοσιεύματα στον Τύπο φαίνεται ότι βιάζονται
να διευθετήσουν τα «κόκκινα» δάνεια λόγω των τεστ αντοχής της ΕΚΤπου θα ακολουθήσουν για τους εγχώριους τραπεζικούς
ομίλους, ενώόλοι οι διεθνείς οίκοι προειδοποιούν για τα επισφαλή δάνεια που
έχουν εκτοξευθεί. Δεν
είναι άσχετο φυσικά ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε πριν λίγες μέρες την
παράταση έως τις 31 Δεκέμβρη 2014 των μέτρων στήριξης για τα ελληνικά πιστωτικά
ιδρύματα.
Τόσο το Μνημόνιο, όσο και η έκθεση αξιολόγησης του ΔΝΤ
καλούσαν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα να δράσουν, καθώς τα «κόκκινα» δάνεια
επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους, ενώ δυσκολεύουν τη ροή της ρευστότητας σε
επιχειρηματικούς ομίλους. Το ΔΝΤ ανέφερε ότι το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα
λειτουργεί με υψηλό επιτοκιακό περιθώριο για να αντιμετωπίσει τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια, επιβαρύνοντας την καπιταλιστική οικονομία. Η ΤτΕ θα
πρέπει, με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, να εφαρμόσει δείκτες απόδοσης (KPIs) για
τον έλεγχο της προόδου των τραπεζών στη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα
πιστωτικά ιδρύματα υποχρεώνονται να παραδίδουν εκθέσεις προόδου οι οποίες θα
βασίζονται σε συγκεκριμένους δείκτες και στο τέλος κάθε έτους θα δημοσιεύουν
τον απολογισμό δράσης.
Κατά συνέπεια, τόσο η κυβέρνηση, όσο και τα αστικά
επιτελεία έχουν να επωμιστούν ένα δύσκολο καθήκον που εξελίσσεται σε δυσεπίλυτο
πρόβλημα. Γιατί με οποιαδήποτε ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων, η
κυβέρνηση αφενός πρέπει να εξυπηρετεί τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος,
αφετέρου πρέπει να διευθετήσει τον επιμερισμό της «χασούρας» από την αναπόφευκτη
απαξίωση κεφαλαίου που συνεπάγεται η ρύθμισή τους.
Το τελευταίο αποτελεί και το πιο δύσκολο πρόβλημα.
Είναι προφανές ότι οι τραπεζικοί όμιλοι δεν έχουν καμιά διάθεση να χάσουν μέρος των κεφαλαίων
τους (τουλάχιστον επιδιώκουν να έχουν τις ελάχιστες απώλειες), ενώ υπάρχουν
σημάδια σταθεροποίησης της κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας με ενδεχόμενη
αναιμική ανάκαμψη.
Από την άλλη πλευρά, κάποια τμήματα του κεφαλαίου δεν επιθυμούν να «πληγούν» τα δικά τους
κεφάλαια. Κάποια επιδιώκουν να κερδοσκοπήσουν από την πώληση δανείων και την
εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας. Τμήματα του κεφαλαίου θεωρούν ότι η
διευθέτηση των «κόκκινων δανείων» αποτελεί το «κλειδί» για να αυξηθούν οι
επενδύσεις και οι χορηγήσεις από τραπεζικούς ομίλους.
Δεν είναι ακόμα τυχαίο ότι περιμένουν στη γωνία
διάφορα distress funds, επενδυτικά ταμεία που αγοράζουν δάνεια. Ηδη κάποια από
αυτά έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα και τις διοικήσεις των τραπεζών, εκδηλώνοντας
σημαντικό ενδιαφέρον. Επίσης, δεν είναι λίγα τα funds που αναζητούν
«επενδυτικές ευκαιρίες» στο 10%-15% της αξίας των δανείων.
Βεβαίως, το επίδικο για την κυβέρνηση και τα επιτελεία
της ΕΕ δεν είναι στενά η ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Στοχεύουν στην
επιτάχυνση της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας της γης και των ακινήτων, στην ισχυροποίηση
συνολικά της καπιταλιστικής οικονομίας και της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, θα
πρέπει να περιορίσουν ή να χαλιναγωγήσουν οποιεσδήποτε λαϊκές αντιδράσεις
προκληθούν από κάποια μη αρεστή απόφαση, που πιθανά οδηγήσουν σε τριγμούς το
αστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται στη διαδικασία αναμόρφωσης.
Επιπλέον, προσφέρεται η δυνατότητα στην κυβέρνηση να παίζει τον δήθεν καλό
διαπραγματευτή απέναντι στις πιέσεις της τρόικας.
Δεν είναι άσχετες, άλλωστε, οι συνεχείς
«διαβεβαιώσεις» από κυβερνητικά στελέχη ότι δεν πρόκειται να «κουρευτούν» οι
καταθέσεις κάτω των 100.000. Παρ' όλα αυτά έχουν ένα ακόμα «αγκάθι», που είναι
η άρση της απαγόρευσης πλειστηριασμών ακινήτων.
Αντιφατικές επιδράσεις
Από την άλλη μεριά ο υπουργός Ανάπτυξης προτείνει
«κούρεμα» επιχειρηματικών δανείων. Ο Γ. Στουρνάρας ανακοίνωσε τη λήψη
πρωτοβουλιών. Η Εθνική Τράπεζα, από την 1η Ιούλη 2014, προχώρησε σε
περιορισμένη μείωση, κατά μέσον όρο 0,07 της μονάδας, των επιτοκίων καταθέσεών
της. Ακούγονται, επίσης, διάφορες σκέψεις για παρεμβάσεις μέσω αξιοποίησης του
ΕΣΠΑ, ενώ φαίνεται ότι το πρότυπο αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων θα
αποτελέσει οδηγό και για την αντιμετώπιση του προβλήματος των οφειλών προς το
κράτος.
Ενα άλλο ερώτημα που γεννάται είναι αν πραγματικά
ανακουφίζονται από τις προωθούμενες ρυθμίσεις οι άνεργοι, τα υπερχρεωμένα λαϊκά
νοικοκυριά, οι αυτοαπασχολούμενοι. Πολλές από τις ρυθμίσεις πιθανά ανακουφίζουν
ένα σημαντικό τμήμα. Ομως η βασική φιλοσοφία των ρυθμίσεων για τη διευθέτηση
των «κόκκινων» δανείων (δεν γίνεται σαφής διαχωρισμός των επιχειρηματικών
δανείων από τα στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια) είναι ότι τα χρέη δεν
διαγράφονται, αλλά μετατοπίζεται, παγώνει ή επιμηκύνεται η αποπληρωμή τους, με
τη λογική ότι στο μέλλον θα δημιουργηθούν ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες. Η
διευθέτησή τους βασίζεται στην υπάρχουσα νομοθεσία, που έτσι κι αλλιώς
καθορίζει περιορισμούς, αφήνοντας απέξω χιλιάδες λαϊκές οικογένειες.
Η προώθηση αυτών των ρυθμίσεων αποτυπώνει αντιφατικές
τάσεις σε συνθήκες προβλεπόμενης σταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Από τη μια πλευρά δείχνει τις δυνατότητες που διαμορφώνονται για την αστική
τάξη, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, να κάνει κάποιες μικρές ευνοϊκές
ρυθμίσεις προκειμένου να ενσωματώσει τμήμα λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη όμως
και μόνο η ιδέα ότι «η τράπεζα θα πάρει το σπίτι μου κοψοχρονιά και θα το
χάσω», γενικότερα η εξάρτηση από τις τράπεζες που δημιουργούν οι ρυθμίσεις,
γεννούν λαϊκές αντιδράσεις.
Η απόφαση της ΤτΕ ανοίγει το δρόμο για την «αρπαγή»
και την εκμετάλλευση ακινήτων και της λαϊκής στέγης από τους τραπεζικούς
ομίλους κατά τα πρότυπα του «ιρλανδικού μοντέλου». Ετσι ανοίγει ο δρόμος για
την επιτάχυνση της συγκέντρωσης της γης και της κατοικίας σε μεγάλους
επιχειρηματικούς ομίλους, που αποτελεί βασικό στόχο του κεφαλαίου, της
κυβέρνησης και της ΕΕ. Ομως και αυτή η προοπτική δημιουργεί αντιθέσεις, αφού
τμήματα του κεφαλαίου εκτιμούν ότι δεν πρέπει να γίνει «απότομα», ενώ
ταυτόχρονα υπάρχουν διαφωνίες από άλλα τμήματα του κεφαλαίου για την προοπτική
αξιοποίησής τους, διεκδικώντας άλλη κατεύθυνση.
Η κάλπικη αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται αντίθετος στην απόφαση της ΤτΕ,
σημειώνοντας ότι βασικός στόχος είναι η εξασφάλιση των συμφερόντων των
τραπεζών. Από την πλευρά του περιορίζει τη συζήτηση για διαγραφή χρεών σε πολύ
συγκεκριμένες περιπτώσεις που εκτιμάται ότι είναι αδύνατο να αποπληρωθούν
(οφειλές ανίατα ασθενών, υπερηλίκων, αναπήρων κλπ.) και αφετέρου αντιπροτείνει
περικοπή των δόσεων αποπληρωμής των δανείων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας αντιπαραβάλλει σαν λύση μια άλλη μορφή διαχείρισης για
την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος με την πιο ενεργό ανάμειξη του κράτους.Επικεντρώνει στην αξιοποίηση του νόμου
Κατσέλη. Προχωρά όμως ακόμα παραπέρα, προτείνοντας στην ουσία να επωμιστεί το
κράτος τα «κόκκινα» δάνεια, προβάλλοντας το κάλπικο δίλημμα δημόσιος φορέας ή
κακά distress funds.
Προτείνει τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα στον οποίο «θα μεταφερθούν σε μειωμένες τιμές
αναγκαστικά όλα τη μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά και επαγγελματικά δάνεια». Τα «κόκκινα» δάνεια να αγοράζονται στο
δημόσιο φορέα με μεγάλη έκπτωση (π.χ. στο 30% της αξίας τους). Στη συνέχεια ο
φορέας, έχοντας θεσπίσει αυστηρά κριτήρια, όπως εισόδημα, περιουσία κ.λπ., θα
αναλαμβάνει την είσπραξη του δανείου από το δανειολήπτη, βάσει διεθνών
πρακτικών που εφαρμόστηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, όπως η
Φινλανδία. Είναι σαφές ότι αυτός ο φορέας θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά
ανταγωνιστικά κριτήρια και όχι με κριτήριο την προστασία των λαϊκών
οικογενειών.
Αφού, λοιπόν, το κράτος θα έχει εξασφαλίσει τις
τράπεζες με πακτωλό δημόσιου χρήματος, υποσχόμενος ότι ο δημόσιος φορέας θα
εξαγοράζει πιο ακριβά τα «κόκκινα» δάνεια από τα distress funds, παραπέμπει τη
«σωτηρία» μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Υπόσχεται ότι η επίτευξη
σημαντικών κερδών από τις τράπεζες στο μέλλον, τα έκτακτα κέρδη τους θα
διατίθενται για την κάλυψη διαγραφών «κόκκινων» δανείων, λες και οι τράπεζες
είναι «φιλανθρωπικά ιδρύματα». Και φυσικά εναποθέτει στην κάλυψη μέσω του
Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Δεν απαντά όμως στο ερώτημα ποιος
τελικά θα πληρώσει τη νύφη!
***
Το ΚΚΕ από το 2012 έχει αναδείξει μια σειρά στόχους
πάλης για την προστασία των αυτοαπασχολούμενων, των ανέργων, γενικότερα των
λαϊκών νοικοκυριών. Σε αυτή τη βάση έχει καταθέσει μια σειρά νομοσχέδια στη
Βουλή, που αντιμετώπισαν την κατηγορηματική αντίθεση τόσο των κομμάτων της
συγκυβέρνησης όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι διεκδικήσεις που προβάλλει το ΚΚΕ
στοχεύουν στην πραγματική στήριξη για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές
οικογένειες, ενώ είναι σε πλήρη αντίθεση με το ευρωενωσιακό πλαίσιο, τα
συμφέροντα των μονοπωλίων, ειδικά των τραπεζικών ομίλων, που όλα τα άλλα
κόμματα δηλώνουν πίστη, διαγκωνιζόμενα για ποιος θα είναι ο καλύτερος
διαχειριστής. Και σε αυτό το ζήτημα «δεν χωρούν δύο πόδια σε ένα παπούτσι».
Του Χρήστου ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Χρήστος Αγγελόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου