Εδώ και τρεις ημέρες κατεβαίνουμε πλατεία. Απ’ τις έξι και μετά δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία, όλοι κάτω με τις, συμβολικά, άδειες κατσαρόλες μας να φωνάζουμε αγανακτισμένοι. Οι κατσαρόλες όμως δεν θα είναι για πολύ ακόμα συμβολικά άδειες.
Πιστή στο ραντεβού μου και σήμερα εκεί. Σήμερα όμως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μέρα αναζητούσα την ησυχία. Μια ησυχία που θα μας επέτρεπε να συζητήσουμε, να πούμε τον πόνο μας, να διαμορφώσουμε αιτήματα και να στύψουμε το μυαλό μας για λύσεις. Τελικά μόνο κάτι τέτοιο θα μπορέσει να δώσει χρώμα και διάρκεια σ’ αυτό το ξαφνικό πέρασμα του έλληνα απ’ τον καναπέ ξανά στην πολιτική του φύση. Μόνο αυτό θα τους ενοχλήσει πραγματικά.
Οι επί δεκαετίες κάτοικοι αυτής της χώρας καλούνται ξαφνικά να ξαναγίνουν πολίτες και ξέρετε πολλοί κίνδυνοι καραδοκούν. Ο όχλος που καταλήγει μόνο να φωνάζει κάποια στιγμή θα ξεθυμάνει και τότε όλοι θα βρεθούμε προ των ευθυνών μας. Τι κάναμε για να γίνει βιώσιμο όλο αυτό; Πράξαμε σωστά σκαρώνοντας μόνο στιχάκια; η μήπως τώρα θα πρέπει να περάσουμε στο επόμενο επίπεδο; να συζητήσουμε;
Να συζητήσουμε. Πράγμα όχι και τόσο ευκολο. Ας μην ξεχνάμε τα χρόνια που πέρναγαν και μας έβρισκαν απομονωμένους μπροστά σε μια τηλεόραση, έναν υπολογιστή και το πρωί αποχαυνωμένοι πια με ένα τηλεχειριστήριο μέσα στο κεφάλι μας, αντί για μυαλό.
Δεν μας ένοιαζε να κάνουμε καλύτερο τον εαυτό μας, μόνο να τον πλαισιώσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα, και κάπως έτσι οι τσάντες και τα παπούτσια αντικατέστησαν τους φίλους και κάπως έτσι και μείς καταλήξαμε αριθμοί χαραγμένοι σε μια πλαστική κάρτα. Έτσι λοιπόν έμαθαν να μας χειρίζονται και οι άρχοντες αυτού του τόπου, σαν αριθμούς.
Δεν μας απασχολούσε ο διπλανός μας, κι ας πέρναγε τα ίδια με εμάς, μας ενοχλούσε η γκρίνια του, μιζέριαζε την πραγμάτωση του προσωπικού μας αμερικανικού ονείρου. Κάπως έτσι λοιπόν ξεφύγαμε απ ’αυτό που αποκαλείται κοινωνία. Μια μάζωξη δηλαδή πολλών πολλών ανθρώπων με σκοπό την επιβίωση, την αντιμετώπιση της ανασφάλειας που προκαλεί μια μοναχική ζωή.
Τώρα πια όχι μόνο γουστάραμε την μοναξιά μας, αλλά κάθε μέρα την επιδιώκαμε κα πιο πολύ. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φτάσαμε να φροντίζουμε μόνο για τον εαυτό μας.’Να βολέφτω’,Να καταφέρω να αγοράσω αυτό ή εκείνο’,΄να πετυχω’,΄να εξελιχθω΄,΄να επιβιώσω΄ και ποτέ στα αλήθεια δεν σπαταλήσαμε ούτε ένα λεπτό για το πώς θα πετύχει, θα εξελιχεί, θα επιβιώσει και ο διπλανός μας.
Μόνο που φίλοι μου έχω την αίσθηση πως το στόρυ του αμερικάνικου ονείρου όχι μόνο δεν ταιριάζει στην κοινωνίας μας, αλλά έχει φτάσει και σε τέλμα πλέον.
Μαζί του ξέρετε κουβαλάει ηθική εξαχρείωση, φανατισμό, μισαλλοδοξία, ανταγωνιστικότητα , βία σε τέτοιο βαθμό που ο οργανισμός κάποια στιγμή πρέπει να το αποβάλλει, διαφορετικά το όνειρο σαπίζει και μαζί του και ο οργανισμός.
Φτάσαμε σήμερα λοιπόν και εγώ βαράω την κατσαρόλα μου έξω απ’ την Βουλή και μια κυρία μου χαμογελάει και ξαφνικά νιώθω χαρούμενη που επικοινωνώ με τους συνανθρώπους μου. Πιο κάτω ένα παιδί κάνει ένα πολιτικό σχόλιο, του απαντάω πιάνουμε κουβέντα. Συζητάμε. Και αυτό φέρνει χαμόγελο, διάθεση, σκέψη κριτική. Η συζήτηση μας φέρνει όνειρα, όχι σαν τα προηγούμενα! Όνειρα που αναπτερώνουν την ψυχή, που σε ταξιδεύουν σε ένα όμορφο μέλλον, όνειρα-κουβέντες που έστω και για μια στιγμή κάνουν τα μάτια του νεαρού συνομιλητή μου να λάμπουν.
Αυτό που θέλω να πω φίλοι μου είναι ότι θα ήταν προτιμότερο να φτιάξουμε μια μεγάλη παρέα στην πλατεία. Τι θα λέγατε να κάτσουμε όλοι κάτω με τις ομπρέλες μας και τον καφέ μας και να συζητήσουμε, άλλωστε το πρώτο μούδιασμα έφυγε, τώρα γνωριστήκαμε, τώρα μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε σοβαρά τι μπορούμε να κάνουμε για να ξαναγεμίσουμε τις κατσαρόλες μας, για να ξαναγεμίσουμε με χρώμα τα όνειρα μας.
Πιστή στο ραντεβού μου και σήμερα εκεί. Σήμερα όμως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μέρα αναζητούσα την ησυχία. Μια ησυχία που θα μας επέτρεπε να συζητήσουμε, να πούμε τον πόνο μας, να διαμορφώσουμε αιτήματα και να στύψουμε το μυαλό μας για λύσεις. Τελικά μόνο κάτι τέτοιο θα μπορέσει να δώσει χρώμα και διάρκεια σ’ αυτό το ξαφνικό πέρασμα του έλληνα απ’ τον καναπέ ξανά στην πολιτική του φύση. Μόνο αυτό θα τους ενοχλήσει πραγματικά.
Οι επί δεκαετίες κάτοικοι αυτής της χώρας καλούνται ξαφνικά να ξαναγίνουν πολίτες και ξέρετε πολλοί κίνδυνοι καραδοκούν. Ο όχλος που καταλήγει μόνο να φωνάζει κάποια στιγμή θα ξεθυμάνει και τότε όλοι θα βρεθούμε προ των ευθυνών μας. Τι κάναμε για να γίνει βιώσιμο όλο αυτό; Πράξαμε σωστά σκαρώνοντας μόνο στιχάκια; η μήπως τώρα θα πρέπει να περάσουμε στο επόμενο επίπεδο; να συζητήσουμε;
Να συζητήσουμε. Πράγμα όχι και τόσο ευκολο. Ας μην ξεχνάμε τα χρόνια που πέρναγαν και μας έβρισκαν απομονωμένους μπροστά σε μια τηλεόραση, έναν υπολογιστή και το πρωί αποχαυνωμένοι πια με ένα τηλεχειριστήριο μέσα στο κεφάλι μας, αντί για μυαλό.
Δεν μας ένοιαζε να κάνουμε καλύτερο τον εαυτό μας, μόνο να τον πλαισιώσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα, και κάπως έτσι οι τσάντες και τα παπούτσια αντικατέστησαν τους φίλους και κάπως έτσι και μείς καταλήξαμε αριθμοί χαραγμένοι σε μια πλαστική κάρτα. Έτσι λοιπόν έμαθαν να μας χειρίζονται και οι άρχοντες αυτού του τόπου, σαν αριθμούς.
Δεν μας απασχολούσε ο διπλανός μας, κι ας πέρναγε τα ίδια με εμάς, μας ενοχλούσε η γκρίνια του, μιζέριαζε την πραγμάτωση του προσωπικού μας αμερικανικού ονείρου. Κάπως έτσι λοιπόν ξεφύγαμε απ ’αυτό που αποκαλείται κοινωνία. Μια μάζωξη δηλαδή πολλών πολλών ανθρώπων με σκοπό την επιβίωση, την αντιμετώπιση της ανασφάλειας που προκαλεί μια μοναχική ζωή.
Τώρα πια όχι μόνο γουστάραμε την μοναξιά μας, αλλά κάθε μέρα την επιδιώκαμε κα πιο πολύ. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φτάσαμε να φροντίζουμε μόνο για τον εαυτό μας.’Να βολέφτω’,Να καταφέρω να αγοράσω αυτό ή εκείνο’,΄να πετυχω’,΄να εξελιχθω΄,΄να επιβιώσω΄ και ποτέ στα αλήθεια δεν σπαταλήσαμε ούτε ένα λεπτό για το πώς θα πετύχει, θα εξελιχεί, θα επιβιώσει και ο διπλανός μας.
Μόνο που φίλοι μου έχω την αίσθηση πως το στόρυ του αμερικάνικου ονείρου όχι μόνο δεν ταιριάζει στην κοινωνίας μας, αλλά έχει φτάσει και σε τέλμα πλέον.
Μαζί του ξέρετε κουβαλάει ηθική εξαχρείωση, φανατισμό, μισαλλοδοξία, ανταγωνιστικότητα , βία σε τέτοιο βαθμό που ο οργανισμός κάποια στιγμή πρέπει να το αποβάλλει, διαφορετικά το όνειρο σαπίζει και μαζί του και ο οργανισμός.
Φτάσαμε σήμερα λοιπόν και εγώ βαράω την κατσαρόλα μου έξω απ’ την Βουλή και μια κυρία μου χαμογελάει και ξαφνικά νιώθω χαρούμενη που επικοινωνώ με τους συνανθρώπους μου. Πιο κάτω ένα παιδί κάνει ένα πολιτικό σχόλιο, του απαντάω πιάνουμε κουβέντα. Συζητάμε. Και αυτό φέρνει χαμόγελο, διάθεση, σκέψη κριτική. Η συζήτηση μας φέρνει όνειρα, όχι σαν τα προηγούμενα! Όνειρα που αναπτερώνουν την ψυχή, που σε ταξιδεύουν σε ένα όμορφο μέλλον, όνειρα-κουβέντες που έστω και για μια στιγμή κάνουν τα μάτια του νεαρού συνομιλητή μου να λάμπουν.
Αυτό που θέλω να πω φίλοι μου είναι ότι θα ήταν προτιμότερο να φτιάξουμε μια μεγάλη παρέα στην πλατεία. Τι θα λέγατε να κάτσουμε όλοι κάτω με τις ομπρέλες μας και τον καφέ μας και να συζητήσουμε, άλλωστε το πρώτο μούδιασμα έφυγε, τώρα γνωριστήκαμε, τώρα μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε σοβαρά τι μπορούμε να κάνουμε για να ξαναγεμίσουμε τις κατσαρόλες μας, για να ξαναγεμίσουμε με χρώμα τα όνειρα μας.
1 σχόλιο:
Δε μπόρεσα να βρω καλύτερη περιγραφή "αγανακτισμένου".Γιαυτό και θεώρησα σκόπιμο να το ανεβάσω. ΄Ηθελα ένας από αυτούς να αυτοσυστηθεί. Νομίζω πως το κάνει με τον καλύτερο τρόπο.
Δημοσίευση σχολίου