Έπειτα από την προηγούμενη ανάλυση
πιστεύουμε πως μπορούμε να βάλουμε το πρόβλημα στην ουσιαστική του βάση. Και η
ουσιαστική του βάση είναι η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας που είναι μία στη
σημερινή της μορφή, της φιλολογίας, που ξετυλίγει το ίδιο πολιτιστικό φαινόμενο,
από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
1.Η διδασκαλία των δύο γλωσσών (αρχαίας
και νέας) πρέπει να τελειώσει. Όποιος μάθει σωστά και καλά τη σύγχρονη μορφή
της ελληνικής γλώσσας, αυτός μπορεί να καταλάβει και τα κείμενα που είναι
γραμμένα στην αρχαία της μορφή, κι όχι μόνο στην Αττική, αλλά και στην
Αλεξανδρινή στις μεταγενέστερες μορφές της και σ’ αυτήν την καθαρεύουσα των
περασμένων 19ου και 20ού αιώνων. Το πρόβλημα βρίσκεται στο αν και πόσο σωστά
διδάσκεται η Ελληνική γλώσσα.
2.Η ταυτότητα και η ενότητα της γλώσσας
μας είναι επιστημονικά διαπιστωμένη. Η “κοινή νεοελληνική” δεν είναι όπως οι
γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης που είναι λατινογενείς. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε
δεν είναι “ελληνογενής”, αλλά η ίδια η ελληνική σε μια μεταγενέστερη φάση της
εξέλιξής της. Στη Δυτική Ευρώπη, οι γλώσσες των άλλων λαών σχηματίστηκαν με
βάση πάντοτε το γλωσσικό τους ιδίωμα, που το ενίσχυσαν με την αξιοποίηση των
γλωσσικών στοιχείων της λατινικής (κι αυτό είναι μια μεγάλη διαδικασία) και
μάλιστα με τη μεσολάβηση της Καθολικής εκκλησίας. Στο χώρο όμως της
Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, τα μεν φύλλα που εισδύσανε στον
Ελλαδικό κορμό αφομοιώθηκαν κατά το μάλλον και ήττον γλωσσικά και εθνολογικά,
ενώ στις Βόρειες περιοχές που τα Σλαβικά φύλα είχαν μια εξασφαλισμένη
πληθυσμιακή πυκνότητα και συνοχή ενοφθάλμισαν στα δικά τους γλωσσικά Ιδιώματα
τα στοιχεία της Ελληνικής που προερχόταν από προηγμένα πολιτιστικά στρώματα.
Γι’ αυτό το λόγο και ο βασικός κορμός της Ελληνικής γλώσσας είναι ατόφιος.
Η συντακτική δομή της γλώσσας που αποτελεί
όχι απλά το μηχανισμό οργάνωσης του λόγου, αλλά αντιπροσωπεύει και την οπτική
γωνία των πραγμάτων και τη στάση ζωής των ανθρώπων είναι ίδια. Η σύσταση των
προτάσεων απλών και σύνθετων (λογικών περιόδων και επιρρηματικών σχέσεων) είναι
αυτούσιες. Το αν το απαρέμφατο ή η μετοχή έχουν αναλυθεί σε απλές
προσδιοριστικές προτάσεις, οι καταλήξεις των επιρρημάτων ή οι μορφές των
επιρρηματικών σχέσεων είναι εμπρόθετες με περιορισμένο τον αριθμό των πτώσεων,
οι οποίες τείνουν να εξαφανιστούν στη σημερινή φάση της γλωσσικής μας εξέλιξης
(κάτι που έχει συντελεστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος στις άλλες ευρωπαϊκές
γλώσσες), αυτό δεν δηλώνει αποκοπή. Το γεγονός ότι εμείς μάθαμε να
προσεγγίζουμε τη γλώσσα μας μηχανικά, αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξε η γλώσσα,
αλλά ότι η δική μας προσέγγιση δεν είναι σωστή.
Δεν θα παρασυρθούμε σε συγκρίσεις απάνω
στη συντακτική δομή της γλώσσας, που δεν έχει για μας ιδιαίτερη σημασία και
την όποια σύγκριση έχουμε κάμει σε άλλη μας εργασία (1). Εκείνο όμως που
σημειώνουμε είναι ότι η λογική δομή του λόγου μένει ανέγγιχτη: Η διάθεση
ενεργητική ή παθητική (βάθος και επιφάνεια), οι επιρρηματικές σχέσεις του χώρου
και του χρόνου, της λογικής ακολουθίας κτλ. μένουν οι ίδιες. Η βασική διαφορά
είναι η αναλυτική τάση της σύγχρονης και η απλοποίηση του κλιτικού συστήματος
και απλοποίηση του συστήματος στα παρεπόμενα του ρήματος.
Η μεγάλη δυσκολία που φαίνεται βουνό είναι
ο λεξικός θησαυρός της Ελληνικής. Μέσα στο διάστημα των 3.000 χρόνων έχει
συσσωρευτεί ένας τεράστιος λεξιλογικός πλούτος που γίνεται ακόμα μεγαλύτερος με
την ποικιλία των εννοιών που παίρνουν οι λέξεις in contexx με την κυριολεξία, τη μεταφορά και τις
απηχητικές σημασίες της κάθε λέξης. Και εκτός όμως του ότι το ενεργό λεξιλόγιο
είναι πάντοτε περιορισμένο σε κάποιο αριθμό λέξεων-εννοιών που κυκλοφορούν
στην καθημερινή και την επιστημονική ζωή, ο πιο μεγάλος αριθμός των λέξεων (όχι
μόνο για την Ελληνική αλλά και για όλες τις γλώσσες του κόσμου είναι οριοθε-τημένος
από την ίδια τη ζωή. Και τα προβλήματα που γεννιόνται λύνονται ή με το δανεισμό
νέων λέξεων από άλλες γλώσσες, όταν πρόκειται να δηλωθούν πράγματα ή καταστάσεις
νέες που δεν υπήρχαν πριν, ή με τη ενεργοποίηση γλωσσικών μονάδων από το
ανενεργό λεξιλόγιο της γλώσσας.
VIII.
Για
μας τους 'Ελληνες, το πρόβλημα γεννιέται από την ώρα που, για λόγους που δεν
τους κρίνουμε εδώ, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε αρχαία ή και μεσαιωνικά
κείμενα. Για μας είναι αναγκαίο, προκειμένου να πραγματοποιήσουμε μια σχετικά
πιστή πρόσβαση, να επιχειρήσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις, που ευκολύνουν την
εργασία μας:
(α) Η ετυμολογική προσέγγιση στην εκμάθηση
της γλώσσας μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Ο νέος
όταν μαθαίνει μια γλώσσα, την ουσιαστική της γνωριμία την πραγματοποιεί με το
ετυμολογικό της. Με την αναγνώριση των εννοιών μέσα από τις φωνητικές ή γραπτές
μορφές και μέσα από τις παραγωγικές συνάφειες που διαπιστώνει ανάμεσα στους διαφόρους
τύπους. Ξεκινάει από τα όμοια στοιχεία, ρίζες και θέματα και ταξινομεί τις ποικιλίες
που αποχτάνε σιγά-σιγά σημασιολογικές ταυτότητες και λειτουργία. ΓΓ αυτό και ο
Μ. Τριανταφυλλίδης, γλωσσολόγος με βαθιά γνώση του γλωσσικού φαινομένου, στη
μεγάλη του Γραμματική έχει σαν πρώτο αντικείμενο της μελέτης του το ετυμολογικό
μέρος. Αυτή είναι η ουσιαστική πλευρά της γλώσσας.
(6) Η προσέγγιση του λεκτικού θησαυρού της
γλώσσας πρέπει να πραγματοποιείται ίπ οοηίβχ. Αυτό σημαίνει ότι το νοηματικό περιεχόμενο της γλώσσας πρέπει να αναγνωρίζεται
στη λειτουργική σημασία της λέξης μέσα στην πρόταση. Αυτό βοηθάει όχι απλά στη
σύλληψη της Ιδέας που αποτυπώνει η λέξη, αλλά και στο ρόλο της μέσα στο λόγο.
Και με τον τρόπο αυτό η έννοια αποκτάει βάθος και πλάτος και επί πλέον χροιά,
που σχετίζεται με την ενδιάθετη στάση του ανθρώπου απέναντι στη ζωή και το
συγκεκριμένο πρόβλημα. Γ Γ αυτό και παρά την ευκολία της αναλυτικό-συνθετικής
μεθόδου εκμάθησης της γλώσσας, παρά τις ευκολίες που παρέχει η φωνητική ανάλυση
και σύνθεση των φθόγγων, είναι καθαρά μηχανική πράξη. Και στο μεν προφορικό
λόγο το πρόβλημα δεν έχει ιδιαίτερες δυσκολίες, στο γραπτό όμως λόγο το
πρόβλημα, που είναι θέμα απομνημόνευσης τύπων, για να έχει οργανική ενότητα, η
διδασκαλία του πρέπει να βασίζεται στην εποπτεία μεγάλων τμημάτων αποτυπωμένου
λόγου με λογικό νόημα και περιεχόμενο: περιόδους και προτάσεις και παράλληλα να
επιχειρείται η συστηματική ανάλυση. Αυτό όμως είναι αντικείμενο άλλης μελέτης
πέρα από το τυπικό πρόβλημα.
(γ) Η σπουδή του τυπικού μέρους της
γλώσσας και της συντακτικής δομής είναι αναγκαία και πρέπει να συντελεί- ται παράλληλα με τον πλουτισμό του ενεργού
λεξιλογίου και την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας και της ικανότητας
χειρισμού της σκέψης και πάντα στη λειτουργική κατασκευαστική δραστηριότητα.
Μια τέτοια αντιμετώπιση της γλωσσικής εργασίας απαιτεί την κατασκευή ενός προγράμματος
που θα πρέπει να λαβαίνει υπόψη της όχι μόνο τις δυνατότητες της ψυχολογικής
και διανοητικής ικανότη-
ας του νέου ανθρώπου, αλλά και τις
παράλληλες δραστηριότητες σε άλλα πεδία, όπως οι θετικές και κοινωνικές επιστήμες
και ανάμεσα στις τελευταίες η λογοτεχνία. Μια τέτοια προσπάθεια αναλάβαμε δυο
φορές, όχι με κύριο στόχο να “κατασκευάσουμε” πρόγραμμα διδασκαλίας, αλλά να
δώσουμε ένα σκαρίφημα εργασίας στην πρώτη περίπτωση (2) και στη δεύτερη (3) να
προδιαγράφουμε κάποιες μεθοδολογικές αρχές συγκρότησης της εργασίας. Οι απόψεις
εκείνες κατά τη γνώμη μας είναι ισχυρές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου