Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Το πρόβλημα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας- Μέρος 4o

Το καλοκαιράκι τελειώνει σιγά σιγά. Ώρα είναι να επανέλεθει ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ  σε εντατικότερους ρυθμούς.

β) Η δεύτερη φάση, που συμπίπτει χρονικά με τους Αλεξανδρινούς χρόνους, είναι η περίοδος που αναπτύσσε­ται ο κλασικισμός. Είναι η φάση εκείνη κατά την οποία σαν απότοκό των, καθορίζεται από τη μια μεριά από την ανά­πτυξη στο έπακρο, για την εποχή εκείνη, του αυταρχισμού, που εκφράζεται με τις Αλεξανδρινές δυναστείες, τους πο­λέμους και τη στρατικοποίηση της καθημερινής ζωής που παρήγαγε η Ρωμαϊκή κατάκτηση. Από την άλλη, με την τε­χνολογική εξόρμηση (στα μέτρα της εποχής εκείνης κι εδώ έχουμε κάποιες αναλογίες με τη δική μας εποχή) που την ανέκοψε ο εξαγροτισμός της οικονομίας στους αιώνες που ακολούθησαν. Τέλος, δημιούργησε πρότυπο ζωής, σκέψης και συνεπώς και έκφρασης. Κι αυτό εκφράζεται με τον Αττικισμό, που στην πράξη δηλώνει την εντατικο­ποίηση των ταξικών σχέσεων. Η γενίκευση της δουλικής εργασίας σε κλίμακα μεγάλων παραγωγικών μονάδων, η φορολογική καταλήστευση των πληθυσμών και η λεηλασία των πολεμικών επιχειρήσεων εγκυμονούσαν κοινωνικούς κινδύνους. Μικρότερες ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις ήδη έχουν κάμει αισθητή την παρουσία τους. Από την άλλη, καθώς έλειψε η αυτάρκεια των μικρών μονάδων (πόλεις- κράτη), σταμάτησε η πρωτότυπη πνευματική παραγωγή και αναπότρεπτα ξαναγυρίζουμε στην πνευματική παρα­γωγή των περασμένων χρόνων (5ος αιώνας) και μαζί μ’ αυτή στη γλωσσική του έκφραση που είναι η Αττική διάλε­κτος. Ο ρατσιστικός χαρακτήρας της ελληνικής πολιτικής διανόησης έχει διατυπωθεί από τον Ισοκράτη (πας μη Έλλην βάρβαρος), και κορυφώνεται, όπως και σήμερα, στην πνευματική ζωή, η οποία διατηρούνταν σαν προνόμιο σ’ αυτούς που είχαν τη δυνατότητα να την ασκήσουν και να τη ζήσουν, παρουσιαζόταν σαν ανταποδοτική υπηρεσία των πρώτων ιμπρεσάριων της ή το πολύ-πολύ σαν προ­σφορά των μεγάλων δυναστικών οικογενειών, αυτό που τελικά θα διαμορφωθεί στα Ρωμαϊκά θεάματα. Και οι λαοί που αποχτήσανε την κάποια ανεξαρτησία τους μέσα στην περίοδο του εξαγροτισμού της κοινωνίας, κρατήσανε μεν την ανάμνηση της εποχής, η οποία ήταν εκπληκτική γι’ αυ­τούς, όμως ξαναγύρισαν στις λαϊκές τους παραδόσεις και  καλλιέργησαν τα δικά τους στοιχεία. Έμεινε όμως σε μας ο Αττικισμός (Από την Αναγέννηση μάλιστα κι έπειτα θα με­ταβληθεί σε κλασικισμό) προνόμιο και στίγμα. Προνόμιο γιατί έδινε τη δυνατότητα ν’ ασχοληθούμε με μορφές της σκέψης και το λόγου (αυτά δεν ξεχωρίζουν), που γεννού­σαν διεξόδους προβληματισμού του ανθρώπου, και στίγμα, γιατί μέσα στην προϊούσα παρακμή σταθήκαμε μόνο στο λόγο, τη φόρμα και χάσαμε τον ουσιαστικό κοινωνικό-πολι- τικό προβληματισμό. Δεν θα σταθώ στη συνολική περιγρα­φή του φαινομένου. Εκείνο που απλά σημειώνουμε είναι ότι η κατάσταση αυτή μας πίεσε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

γ) Η επόμενη περίοδος είναι η περίοδος της Χριστιανι­κής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, που θα καταλήξει στον εξελληνισμό της Αυτοκρατορίας. Εδώ είμαστε υποχρεωμέ­νοι να υπογραμμίσουμε ένα γεγονός. Μέσα στο ραγδαίο εξαγροτισμό και τη φεουδαρχική αναδιοργάνωση της οικο­νομίας η τάξη των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμ­ματα είναι εξαιρετικά ολιγάριθμη και περιορισμένη, ανάμε­σα στον Ανώτερο κλήρο και σε πρόσωπα της γραφειοκρα­τίας. Αυτό έχει σα συνέπεια, πέρα από τους θρησκευτικούς περιορισμούς, τα λαϊκά στρώματα ν’ αποκτήσουν μια αυτο­νομία και να αναπτύξουν πνευματική και κοινωνική ζωή πη­γαία και δική τους. Είναι αυτό που ονομάσαμε λαϊκό πολιτι­σμό. Όχι πως και τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε αυτή η δραστηριότητα στα λαϊκά στρώματα, αλλά ήταν το προβά­δισμα των διανοουμένων περισσότερο κυρίαρχο. Στη Χρι­στιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής οι κύριες ενασχολή­σεις ήταν Θεολογία με τα Χριστολογικά και δογματικά της προβλήματα, κάποιες γραφειοκρατικές ενασχολήσεις και η εντρύφηση σε κάποια αρχαία κείμενα συμβατά, κατά κανό­να, με τις θεολογικές αντιλήψεις.
Αυτά όμως ενδιέφεραν και αφορούσαν μια πολύ περιο­ρισμένη ομάδα ανθρώπων Το μεγάλο μέρος του πληθυ­σμού οργανώνοντας την ικανοποίηση των αναγκών της δικής του ζωής, ανάπτυξε ένα πολιτισμό δικό του, παράλ­ληλο κι αντίμαχο πολλές φορές με τον “πολιτισμό” της άρχουσας τάξης. Έτσι, τυποποιώντας τη διαφορετικότητα των ρευμάτων που εκφράστηκαν με την ελληνική γλώσσα, αλλά αποτυπώσανε την ταξική διαίρεση ιστορικά και ιδεολογικά, μιλήσαμε για “λόγια” και για “λαϊκή” παράδοση. Δυο κόσμοι που συμπορεύονται, αλλά ξεχωριστά ο καθένας και αποτυπώνουν το ταξικό χάσμα που τους δένει μαζί και τους χωρί­ζει. Ο ένας κόσμος είναι αυτός που τον εκφράζει ο Αττικι­σμός και ανήκει στην τάξη που έχει την εξουσία. Ο άλλος είναι τα λαϊκά στρώματα που όσο περνάει ο χρόνος συνει­δητοποιούν την αντίθεσή τους και γι’ αυτό στο τέλος της εποχής αρχίζει και η αντιπαράθεση, εκτός από τα χωριστι­κά Κινήματα των επαρχιών, που έφεραν την κυριαρχία των Αράβων και των Τούρκων σ’ αυτές. Εδώ θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του και την παρουσία του Δυτικού παράγο­ντα.
δ) Στην περίοδο της τουρκοκρατίας τα πράγματα παίρ­νουν μια άλλη διάσταση. Εκτός από την παρουσία μιας άλλης άρχουσας τάξης, του Τούρκου κατακτητή, υπάρχει και η εξισωτική υποδούλωση. Η υπεροχή της Ελληνικής εθνότητας εξαφανίζεται με την εξομοίωσή της με τις άλλες εθνότητες (Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί κτλ.) και το μόνο στοιχείο που μένει είναι η Χριστιανικότητα, στην οποία είναι εξισωμένοι οι πάντες. Διατηρεί βέβαια κάποια προνόμια το ελληνικό στοιχείο μέσα από το Πατριαρχείο. Δεν ενδιαφέρει εδώ ο ρόλος του Πατριαρχείου, που ενσω­ματώθηκε στους μηχανισμούς διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε ένα βαθμό, χαμηλότερο πάντως, διατηρεί τη λόγια πα­ράδοση - τον Αττικισμό - και αναδιοργανώνει τις συντηρη­τικές αντιλήψεις, προσπαθώντας να απαντήσει στις και­νούργιες Ιδέες του Διαφωτισμού. Δεν μας ενδιαφέρει η πλοκή των γεγονότων και των διαδικασιών. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι με τη δραστηριότητα του Ανώ­τερου κλήρου ο Αττικισμός μετακυλίεται στην επόμενη εποχή και εναποτίθεται στην κρατική διανόηση. Κι έτσι το πολιτιστικό φαινόμενο σ’ όλες του τις εκδηλώσεις (γλώσ­σα, αντιλήψεις για τη ζωή κτλ.) μεταφέρεται ταξικά με δυο μορφές: τη λόγια παράδοση και τη δημοτική, τη λαϊκή πα­ράδοση.
ε) Η καινούργια εποχή, 19ος και 20ος αιώνες είναι η τε­λευταία αναλαμπή και η οριστική κατάρρευση του Αττικι­σμού, που μέσα από μια σειρά διεργασιών απόληξε στη λε­γάμενη καθαρεύουσα. Δεν είναι η καθαρεύουσα μια τυχαία επιλογή. Είναι μια γραμμή υποχώρησης, ανεξάρτητα από το πως προέκυψε. Είναι προϊόν του εθνικισμού και μια μορφή μηχανικής αντιμετώπισης γενικότερα της γλώσσας  και του πολιτιστικού φαινομένου. Γιατί αν στους Αλεξανδρι­νούς χρόνους ο Αττικισμός φάνταζε στις συνειδήσεις των ανθρώπων και ιδιαίτερα των διανοουμένων, σαν την έκφρα­ση μιας στάσης ζωής που αντιπροσώπευε μιαν ανώτερη ποιότητα κοινωνική και πνευματική, αν στη μεσαιωνική κοι­νωνία, στη συντριπτική πλειοψηφία της οποίας ήταν άγνω­στη η πνευματική παραγωγή των αρχαίων, για τους διανο­ούμενους δεν υπήρχε κριτήριο σύγκρισης, για το νέο ελλη­νικό κόσμο υπήρχε μια πραγματικότητα με την οποία ήταν υποχρεωμένος να αναμετρηθεί. Στους Αλεξανδρινούς χρό­νους υπήρχε το στοιχείο της υπεροχής, που έδινε ιδιαίτερη αίγλη σε κάθε στοιχείο της κλασικής αττικής παρουσίας. Στον 19ο όμως και στον 20ό αιώνα όχι μόνο λείπει το στοι­χείο της υπεροχής, αλλά πρέπει το Ελληνικό έθνος να αγω­νιστεί σαν ίση προς τις άλλες εθνότητες και, κάτω από ορι­σμένες ιστορικές συνθήκες, σε μια διαρκή αμφισβήτηση. Κι εδώ η στάση υπήρξε λαθεμένη επιλογή. Αντί να δώσει τη μάχη στο επίπεδο της καθημερινής ζωής με τα όπλα της ίδιας της ζωής, με τους αττικισμούς και τις καθαρεύουσες έδινε μάχες σε επίπεδα ανισόπεδα. Στη βουλγάρικη γλώσ­σα και τα σλαβικά ιδιώματα αντιπαρέθετε μια γλώσσα που δεν μιλιόταν (αρχαϊκή και καθαρεύουσα) άγνωστη στους πληθυσμούς κι έκανε δυσκολότερη την εθνικιστική διαπά­λη σε πεδία όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος. Και δεν είναι ότι ρισκάρισε σε Βαλκανικό επίπεδο, ακολούθησε το ίδιο λαθεμένη τακτική και μέσα στο Ελλαδικό χώρο. Η αυτόχρημα ρατσιστική αντίληψη κυριάρχησε και δημιούρ­γησε το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας (Μ.Ι.) που εξέθρε­ψε μια σειρά από παραλογισμούς. Η υποτέλεια του νέου κράτους και η αποδοχή της είναι τελικά η συνυπεύθυνη για τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του. Εδώ θα έπρεπε να αναλύ­σουμε το ρόλο του αστικο-τσιφλικάδικου κατεστημένου, για να φανεί η σχέση ενοχής της υποτέλειας και της πνευ­ματικής στρέβλωσης του νεοελληνισμού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη διάσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι την αντίδραση σ’ αυτή την αθλιότητα αποτέλεσε το Κίνημα του Δημοτικισμού που εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης (έστω και κομπραδόρικης, που και γι’ αυτό άλλωστε δεν ολοκλήρωσε το έργο της) ανατοποθέτησε το πρόβλημα στη σωστή του βάση. Φυσικά δεν ολοκλήρωσε την προσπάθειά του από λόγους και ιστορικών συνθηκών κι έμεινε η προσπάθεια στην κληρονομιά του λαϊκού κοινωνι­κού κινήματος. Απ’ αυτή την τελευταία φάση έχουμε δυο θετικά στοιχεία: (α) Την εγκαθίδρυση της Ελληνικής γλώσ­σας στην τωρινή της μορφή και φάση, που μέχρι τώρα ονο­μάζαμε “Δημοτική" ή “Νέα Ελληνική” ή “Νεοελληνική κοινή”. Και είναι το πρώτο θετικό στοιχείο, (β) Με την κα­θιέρωση της “Νεοελληνικής κοινής” η νεότερη και η σύγ­χρονη λογοτεχνία απελευθερώνεται και αποχτάει αυτονο­μία και αυτοτέλεια και συνεπώς η μελέτη της στην εκπαί­δευση και η καλλιέργειά της στη ζωή ανοίγει νέες δυνατό­τητες. Η 10ετία του 1965-1975, παρά την ενδιάμεση παλινδρόμηση έχει την ιδιαίτερη αξία της. Η αλλαγή ακο­λουθεί τακτικά βήματα τα οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα. Η ολοκλήρωση της αλλαγής θα πραγματοποιηθεί, όταν φτάσουμε στην ιστορική σύνθεση. Δεν είναι θέμα να αποδεχτούμε την ενότητα και την ιστορική συνέχεια, που δεν την αμφισβητήσαμε άλλωστε στην πράξη. Αιώνια είμα­στε οι απόγονοι των λαμπρών μας προγόνων που έκαμαν τόσα κατορθώματα και φωτίσανε την ιστορία των λαών. Το πρόβλημα βρίσκεται στα μέτρα που θα πάρουμε ώστε αυτή η αντίληψη να γίνει πράξη και φυσιολογική στάση ζωής. Που σημαίνει να αντιμετωπίσουμε το σήμερα με τις δικές μας δυνάμεις στον κόσμο που μας περιβάλλει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: