Το καλοκαιράκι τελειώνει σιγά σιγά. Ώρα είναι να επανέλεθει ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ σε εντατικότερους ρυθμούς.
β)
Η δεύτερη φάση, που συμπίπτει χρονικά με τους Αλεξανδρινούς χρόνους, είναι η
περίοδος που αναπτύσσεται ο κλασικισμός. Είναι η φάση εκείνη κατά την οποία
σαν απότοκό των, καθορίζεται από τη μια μεριά από την ανάπτυξη στο έπακρο, για
την εποχή εκείνη, του αυταρχισμού, που εκφράζεται με τις Αλεξανδρινές
δυναστείες, τους πολέμους και τη στρατικοποίηση της καθημερινής ζωής που
παρήγαγε η Ρωμαϊκή κατάκτηση. Από την άλλη, με την τεχνολογική εξόρμηση (στα
μέτρα της εποχής εκείνης κι εδώ έχουμε κάποιες αναλογίες με τη δική μας εποχή)
που την ανέκοψε ο εξαγροτισμός της οικονομίας στους αιώνες που ακολούθησαν.
Τέλος, δημιούργησε πρότυπο ζωής, σκέψης και συνεπώς και έκφρασης. Κι αυτό
εκφράζεται με τον Αττικισμό, που στην πράξη δηλώνει την εντατικοποίηση
των ταξικών σχέσεων. Η γενίκευση της δουλικής εργασίας σε κλίμακα μεγάλων
παραγωγικών μονάδων, η φορολογική καταλήστευση των πληθυσμών και η λεηλασία των
πολεμικών επιχειρήσεων εγκυμονούσαν κοινωνικούς κινδύνους. Μικρότερες ή
μεγαλύτερες εξεγέρσεις ήδη έχουν κάμει αισθητή την παρουσία τους. Από την άλλη,
καθώς έλειψε η αυτάρκεια των μικρών μονάδων (πόλεις- κράτη), σταμάτησε η
πρωτότυπη πνευματική παραγωγή και αναπότρεπτα ξαναγυρίζουμε στην πνευματική
παραγωγή των περασμένων χρόνων (5ος αιώνας) και μαζί μ’ αυτή στη γλωσσική του
έκφραση που είναι η Αττική διάλεκτος. Ο ρατσιστικός χαρακτήρας της ελληνικής
πολιτικής διανόησης έχει διατυπωθεί από τον Ισοκράτη (πας μη Έλλην
βάρβαρος), και κορυφώνεται, όπως και σήμερα, στην πνευματική ζωή, η οποία
διατηρούνταν σαν προνόμιο σ’ αυτούς που είχαν τη δυνατότητα να την ασκήσουν και
να τη ζήσουν, παρουσιαζόταν σαν ανταποδοτική υπηρεσία των πρώτων ιμπρεσάριων
της ή το πολύ-πολύ σαν προσφορά των μεγάλων δυναστικών οικογενειών, αυτό που
τελικά θα διαμορφωθεί στα Ρωμαϊκά θεάματα. Και οι λαοί που αποχτήσανε την
κάποια ανεξαρτησία τους μέσα στην περίοδο του εξαγροτισμού της κοινωνίας,
κρατήσανε μεν την ανάμνηση της εποχής, η οποία ήταν εκπληκτική γι’ αυτούς,
όμως ξαναγύρισαν στις λαϊκές τους παραδόσεις και καλλιέργησαν
τα δικά τους στοιχεία. Έμεινε όμως σε μας ο Αττικισμός (Από την Αναγέννηση
μάλιστα κι έπειτα θα μεταβληθεί σε κλασικισμό) προνόμιο και στίγμα. Προνόμιο
γιατί έδινε τη δυνατότητα ν’ ασχοληθούμε με μορφές της σκέψης και το λόγου
(αυτά δεν ξεχωρίζουν), που γεννούσαν διεξόδους προβληματισμού του ανθρώπου,
και στίγμα, γιατί μέσα στην προϊούσα παρακμή σταθήκαμε μόνο στο λόγο, τη φόρμα
και χάσαμε τον ουσιαστικό κοινωνικό-πολι- τικό προβληματισμό. Δεν θα σταθώ στη
συνολική περιγραφή του φαινομένου. Εκείνο που απλά σημειώνουμε είναι ότι η
κατάσταση αυτή μας πίεσε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
γ) Η επόμενη περίοδος είναι η περίοδος της
Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, που θα καταλήξει στον εξελληνισμό της
Αυτοκρατορίας. Εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να υπογραμμίσουμε ένα γεγονός. Μέσα
στο ραγδαίο εξαγροτισμό και τη φεουδαρχική αναδιοργάνωση της οικονομίας η τάξη
των ανθρώπων που ασχολούνται με τα γράμματα είναι εξαιρετικά ολιγάριθμη και
περιορισμένη, ανάμεσα στον Ανώτερο κλήρο και σε πρόσωπα της γραφειοκρατίας.
Αυτό έχει σα συνέπεια, πέρα από τους θρησκευτικούς περιορισμούς, τα λαϊκά
στρώματα ν’ αποκτήσουν μια αυτονομία και να αναπτύξουν πνευματική και
κοινωνική ζωή πηγαία και δική τους. Είναι αυτό που ονομάσαμε λαϊκό πολιτισμό.
Όχι πως και τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε αυτή η δραστηριότητα στα λαϊκά
στρώματα, αλλά ήταν το προβάδισμα των διανοουμένων περισσότερο κυρίαρχο. Στη
Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής οι κύριες ενασχολήσεις ήταν Θεολογία με
τα Χριστολογικά και δογματικά της προβλήματα, κάποιες γραφειοκρατικές
ενασχολήσεις και η εντρύφηση σε κάποια αρχαία κείμενα συμβατά, κατά κανόνα, με
τις θεολογικές αντιλήψεις.
Αυτά όμως ενδιέφεραν και αφορούσαν μια
πολύ περιορισμένη ομάδα ανθρώπων Το μεγάλο μέρος του πληθυσμού οργανώνοντας
την ικανοποίηση των αναγκών της δικής του ζωής, ανάπτυξε ένα πολιτισμό δικό
του, παράλληλο κι αντίμαχο πολλές φορές με τον “πολιτισμό” της άρχουσας τάξης.
Έτσι, τυποποιώντας τη διαφορετικότητα των ρευμάτων που εκφράστηκαν με την
ελληνική γλώσσα, αλλά αποτυπώσανε την ταξική διαίρεση ιστορικά και ιδεολογικά,
μιλήσαμε για “λόγια” και για “λαϊκή” παράδοση. Δυο κόσμοι που συμπορεύονται,
αλλά ξεχωριστά ο καθένας και αποτυπώνουν το ταξικό χάσμα που τους δένει μαζί
και τους χωρίζει. Ο ένας κόσμος είναι αυτός που τον εκφράζει ο Αττικισμός και
ανήκει στην τάξη που έχει την εξουσία. Ο άλλος είναι τα λαϊκά στρώματα που όσο
περνάει ο χρόνος συνειδητοποιούν την αντίθεσή τους και γι’ αυτό στο τέλος της
εποχής αρχίζει και η αντιπαράθεση, εκτός από τα χωριστικά Κινήματα των
επαρχιών, που έφεραν την κυριαρχία των Αράβων και των Τούρκων σ’ αυτές. Εδώ θα
πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του και την παρουσία του Δυτικού παράγοντα.
δ) Στην περίοδο της τουρκοκρατίας τα
πράγματα παίρνουν μια άλλη διάσταση. Εκτός από την παρουσία μιας άλλης
άρχουσας τάξης, του Τούρκου κατακτητή, υπάρχει και η εξισωτική υποδούλωση. Η
υπεροχή της Ελληνικής εθνότητας εξαφανίζεται με την εξομοίωσή της με τις άλλες
εθνότητες (Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί κτλ.) και το μόνο στοιχείο που μένει
είναι η Χριστιανικότητα, στην οποία είναι εξισωμένοι οι πάντες. Διατηρεί βέβαια
κάποια προνόμια το ελληνικό στοιχείο μέσα από το Πατριαρχείο. Δεν ενδιαφέρει
εδώ ο ρόλος του Πατριαρχείου, που ενσωματώθηκε στους μηχανισμούς διοίκησης της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε ένα βαθμό,
χαμηλότερο πάντως, διατηρεί τη λόγια παράδοση - τον Αττικισμό - και
αναδιοργανώνει τις συντηρητικές αντιλήψεις, προσπαθώντας να απαντήσει στις καινούργιες
Ιδέες του Διαφωτισμού. Δεν μας ενδιαφέρει η πλοκή των γεγονότων και των
διαδικασιών. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι με τη δραστηριότητα
του Ανώτερου κλήρου ο Αττικισμός μετακυλίεται στην επόμενη εποχή και
εναποτίθεται στην κρατική διανόηση. Κι έτσι το πολιτιστικό φαινόμενο σ’ όλες
του τις εκδηλώσεις (γλώσσα, αντιλήψεις για τη ζωή κτλ.) μεταφέρεται ταξικά με
δυο μορφές: τη λόγια παράδοση και τη δημοτική, τη λαϊκή παράδοση.
ε)
Η καινούργια εποχή, 19ος και 20ος αιώνες είναι η τελευταία αναλαμπή και η
οριστική κατάρρευση του Αττικισμού, που μέσα από μια σειρά διεργασιών απόληξε
στη λεγάμενη καθαρεύουσα. Δεν είναι η καθαρεύουσα μια τυχαία επιλογή. Είναι
μια γραμμή υποχώρησης, ανεξάρτητα από το πως προέκυψε. Είναι προϊόν του
εθνικισμού και μια μορφή μηχανικής αντιμετώπισης γενικότερα της γλώσσας και του πολιτιστικού φαινομένου. Γιατί αν
στους Αλεξανδρινούς χρόνους ο Αττικισμός φάνταζε στις συνειδήσεις των ανθρώπων
και ιδιαίτερα των διανοουμένων, σαν την έκφραση μιας στάσης ζωής που αντιπροσώπευε
μιαν ανώτερη ποιότητα κοινωνική και πνευματική, αν στη μεσαιωνική κοινωνία,
στη συντριπτική πλειοψηφία της οποίας ήταν άγνωστη η πνευματική παραγωγή των
αρχαίων, για τους διανοούμενους δεν υπήρχε κριτήριο σύγκρισης, για το νέο ελληνικό
κόσμο υπήρχε μια πραγματικότητα με την οποία ήταν υποχρεωμένος να αναμετρηθεί.
Στους Αλεξανδρινούς χρόνους υπήρχε το στοιχείο της υπεροχής, που έδινε
ιδιαίτερη αίγλη σε κάθε στοιχείο της κλασικής αττικής παρουσίας. Στον 19ο όμως
και στον 20ό αιώνα όχι μόνο λείπει το στοιχείο της υπεροχής, αλλά πρέπει το
Ελληνικό έθνος να αγωνιστεί σαν ίση προς τις άλλες εθνότητες και, κάτω από ορισμένες
ιστορικές συνθήκες, σε μια διαρκή αμφισβήτηση. Κι εδώ η στάση υπήρξε λαθεμένη
επιλογή. Αντί να δώσει τη μάχη στο επίπεδο της καθημερινής ζωής με τα όπλα της
ίδιας της ζωής, με τους αττικισμούς και τις καθαρεύουσες έδινε μάχες σε επίπεδα
ανισόπεδα. Στη βουλγάρικη γλώσσα και τα σλαβικά ιδιώματα αντιπαρέθετε μια
γλώσσα που δεν μιλιόταν (αρχαϊκή και καθαρεύουσα) άγνωστη στους πληθυσμούς κι
έκανε δυσκολότερη την εθνικιστική διαπάλη σε πεδία όπως η Μακεδονία, η Θράκη
και η Ήπειρος. Και δεν είναι ότι ρισκάρισε σε Βαλκανικό επίπεδο, ακολούθησε το
ίδιο λαθεμένη τακτική και μέσα στο Ελλαδικό χώρο. Η αυτόχρημα ρατσιστική
αντίληψη κυριάρχησε και δημιούργησε το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας (Μ.Ι.) που
εξέθρεψε μια σειρά από παραλογισμούς. Η υποτέλεια του νέου κράτους και η
αποδοχή της είναι τελικά η συνυπεύθυνη για τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του. Εδώ
θα έπρεπε να αναλύσουμε το ρόλο του αστικο-τσιφλικάδικου κατεστημένου, για να
φανεί η σχέση ενοχής της υποτέλειας και της πνευματικής στρέβλωσης του
νεοελληνισμού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη διάσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι
ότι την αντίδραση σ’ αυτή την αθλιότητα αποτέλεσε το Κίνημα του Δημοτικισμού
που εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης (έστω και κομπραδόρικης,
που και γι’ αυτό άλλωστε δεν ολοκλήρωσε το έργο της) ανατοποθέτησε το πρόβλημα
στη σωστή του βάση. Φυσικά δεν ολοκλήρωσε την προσπάθειά του από λόγους και
ιστορικών συνθηκών κι έμεινε η προσπάθεια στην κληρονομιά του λαϊκού κοινωνικού
κινήματος. Απ’ αυτή την τελευταία φάση έχουμε δυο θετικά στοιχεία: (α) Την
εγκαθίδρυση της Ελληνικής γλώσσας στην τωρινή της μορφή και φάση, που μέχρι
τώρα ονομάζαμε “Δημοτική" ή “Νέα Ελληνική” ή “Νεοελληνική κοινή”. Και
είναι το πρώτο θετικό στοιχείο, (β) Με την καθιέρωση της “Νεοελληνικής κοινής”
η νεότερη και η σύγχρονη λογοτεχνία απελευθερώνεται και αποχτάει αυτονομία
και αυτοτέλεια και συνεπώς η μελέτη της στην εκπαίδευση και η καλλιέργειά της
στη ζωή ανοίγει νέες δυνατότητες. Η 10ετία του 1965-1975, παρά την ενδιάμεση παλινδρόμηση έχει την ιδιαίτερη αξία της. Η
αλλαγή ακολουθεί τακτικά βήματα τα οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα. Η
ολοκλήρωση της αλλαγής θα πραγματοποιηθεί, όταν φτάσουμε στην ιστορική σύνθεση.
Δεν είναι θέμα να αποδεχτούμε την ενότητα και την ιστορική συνέχεια, που δεν
την αμφισβητήσαμε άλλωστε στην πράξη. Αιώνια είμαστε οι απόγονοι των λαμπρών
μας προγόνων που έκαμαν τόσα κατορθώματα και φωτίσανε την ιστορία των λαών. Το
πρόβλημα βρίσκεται στα μέτρα που θα πάρουμε ώστε αυτή η αντίληψη να γίνει πράξη
και φυσιολογική στάση ζωής. Που σημαίνει να αντιμετωπίσουμε το σήμερα με τις
δικές μας δυνάμεις στον κόσμο που μας περιβάλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου