Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Το πρόβλημα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας- Μέρος 6o ( τελευταίο )

Σε εύθετο χρόνο θα παρουσιαστεί η μαρξιστική άποψη για τη γλώσσα για σφαιρικότερη ενημέρωση σας πάνω στο θέμα.
 
Η βασική μας ιδέα, που αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την οικοδόμηση της αντίληψης, που εκτίθεται στο κεί­μενό μας, είναι η ιστορική ενότητα και συνέχεια του πολιτι­σμικού φαινομένου, του οποίου θεμέλιο είναι η γλώσσα. Κι αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο, που έχει πάρα πολλές εκ­φάνσεις, εκφράζεται και με τη λογοτεχνία, όπως και με τις εικαστικές και μουσικές τέχνες.
Το αντικείμενό μας δεν είναι οι τέχνες γενικά, αλλά η τέχνη του λόγου. Γι’ αυτό και θα εστιάσουμε την εργασία μας στο περιορισμένο αυτό αντικείμενο. Κι εδώ η ίδια αρχή, όπως και στη γλώσσα. Ένας λαός, ένας πολιτισμός και επο­μένως και η ενότητα του πολιτισμικού φαινομένου κυρίαρ­χη πρέπει να περνά μέσα από τη διαπαιδαγωγητική εργασία του σχολείου. Οι διαφοροποιήσεις δεν κάνουν τίποτε πε­ρισσότερο από το να αντανακλούν τις διαφοροποιημένες συνθήκες της ζωής, την αντικειμενική πραγματικότητα. Πρόβλημα με τη λογοτεχνία στην Ελλάδα είναι η μακραίωνη ιστορία της, η παράδοση που έχει διαμορφώσει η μεταγε­νέστερη πνευματική ζωή και οι σημερινές παραδοχές και αμφισβητήσεις σε ελληνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα για την ίδια την ιστορία της λογο­τεχνίας, στη χώρα μας. Είναι πρόβλημα για τη σύνθεση του διαπαιδαγωγητικού υλικού.
Αν θελήσει κάποιος να κάμει μια επιγραμματική σύνοψη του κοινωνικού περιεχομένου της λογοτεχνίας, ειδολογικά, ιδεολογικά και κοινωνικά έχει να παρατηρήσει συνοπτικά τα ακόλουθα:
(1)                 Γενάρχης της Ελληνικής λογοτεχνίας, που αναδύεται στην καμπή της ηρωικής βασιλείας και με τα πρώτα φανε­ρώματα του αριστοκρατικού πολιτεύματος, είναι ο Όμηρος (= ομηρική ποίηση). Απ’ αυτόν προκύπτουν η ιστοριογραφι­κή, η γεωγραφική αφήγηση και φιλοσοφική πρόζα, το μυθι­στόρημα και η δραματική ποίηση.
Εκεί κάπου, όταν αρχίζει η κρίση του αριστοκρατικού πολιτεύματος κάνει την εμφάνισή της η λυρική ποίηση και διαμορφώνονται όλα τα είδη της ποίησης. Τελειώνοντας ο ΣΤ' αιώνας π.Χ., όταν το πολίτευμα των αριστοκρατών “εκ- μετρεί” το ζην, αναπτύσσονται οι αστικές κατηγορίες και η ανοιχτή οικονομική ζωή, εμφανίζονται τα τέλεια είδη της πνευματικής ζωής: Το δράμα (Τραγωδία-Κωμωδία), η φιλο­σοφική πρόζα, ο ρητορικός λόγος και ο επιστημονικός
λόγος. Ο δρόμος από δω και πέρα είναι, όχι χωρίς δυσκολίες, αλλά ανοιχτός.
(2)                 Ο ιδεολογικός κόσμος της Ελληνικής λογοτεχνίας καλύπτει όλη την γκάμα των ιδεολογικών πρόβλημά που ξεδιπλώνονται στην κοινωνική ζωή από τον 9ο α. π.Χ.μέχρι σήμερα, αρχής γενομένης από τα τελευταία σκιρτήματα της κοινωνίας των φυλετών και του γένους( Έτσι, η ηρωική βασιλεία και τα ιδεολογικά της δημιουργήματα, που αντιπροσωπεύονται στις πράξεις και τους λόγους των προσώπων που κινούνται μέσα στο έπος είναι η πρώτη φόρμα. Η αριστοκρατική κοινωνική συγκρότηση έρχεται στην επιφάνεια με τις πράξεις, τις σκέψεις και συμπεριφορές των ευγενών, που από μια πλευρά φανερώνονται και στη λυρική ποίηση, όταν καθρεφτίζονται σ’ αυτή αντιθέσεις και η διαφορετική νοοτροπία ανάμεσα στα  αριστοκρατικά και τις ανερχόμενες νέες αστικές κατηγορίες με τις αντιλήψεις για την προ-δημοκρατική τυραννίδα τις αντιλήψεις για δημοκρατία και ισότητα τουλάχιστο ανάμεσα στους απογόνους των παλιών φυλετών, όσων κατόρθωσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους και δεν έγιναν δούλοι ή πελάτες. Αλλά και όλη η κατοπινή ποίηση και φιλολογία γενικότερα επεξεργάζεται όλες τις υπαρξιακές αγωνίες των κοινωνικών στρωμάτων που αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την κρίση του δουλοκτητικού συστήματος τ την εποχή αυτή, από τα μέσα του 5ου π .X. αιώνα, αρχίζει υποσκάπτει τον κοινωνικό ιστό του αρχαίου κόσμου. Έτσι από τη μια μεριά επιχειρεί, βασισμένος στις παρατηρήσεις της ζωής, έστω και με μια εποπτική και διαισθητική διά) ση την επιστημονική εμπειρία των πραγμάτων (Ιωνική-Φυσική φιλοσοφία και Σοφιστική), κι από την άλλη να μεταβάλλει τις μυθολογικές ερμηνείες του κόσμου σε φιλοσοφικά ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα, που σε τελευταία ανάλυση κλονίζουν με το δυϊσμό του την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο λογικό του. Φυσικά η παρατήρηση αυτή ί έχει αξία γενικευμένης αρχής, αφού είναι εκ προοιμίου γνωστό ότι η πνευματική ανάπτυξη εμπεριέχει πολλές αν φάσεις. Γέννημα αυτής της εποχής είναι οι ρατσιστικές αντιλήψεις για την Ελληνική υπεροχή (“πας μη Ελλην βαρβάρος”. "Ελληνες εισίν οι της Ελληνικής παιδείας μετέχοντες”, Ισοκράτης κτλ.), ρατσισμός που καλλιεργήθηκε \ κατά τη Ρωμαιοκρατία για κάποιους συγγενείς, προς το μετασχηματισμό της κοινωνίας, λόγους, κι αργότερα ταυτίστηκε με το χριστιανισμό. (Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα με τη βοήθεια της οποίας, εδώ στην Ανατολή, μπορούσε να διαδοθεί η θεολογική ερμηνεία του Χριστιανισμού * πλούσιο υλικό είχε σωρεύσει ο ελληνικός κόσμος της εποχής της κατιούσας καμπύλης του).
Έτσι μια λογοτεχνία με θεολογικές αξιώσεις αναπτύσσεται σε όλα τα είδη του λόγου, το μυθιστόρημα, τη λυρική ποίηση και τα πεζά, ανάλογα πάντοτε με τις συνθήκες πι κάθε φορά διαμορφωνόταν.
Ελάχιστα είναι τα έργα που έχουν υλιστικό-επιστημοικό χαρακτήρα και ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα έχει τα χαρακτηριστικά του μεσαιωνικού μυστικισμού. Βέβαια εδώ για κάποιους λόγους ιστορικούς, που δεν θα τους συζητή­σουμε, αρχίζει και η αμφισβήτηση. Η ανάπτυξη του ηρωι­κού πνεύματος με νομοτελειακή συνέπεια, κάτω από την επίδραση ιστορικών συγκαιριών (επιδρομές Αράβων κ.α.) δημιουργεί μια παράδοση που στην πορεία του χρόνου αντιτάχτηκε στη θεολογική (λόγια) και αποτέλεσε το άλλο σκέλος της ιδεολογικής αντίληψης για τη ζωή (λαϊκή παράδοση-Δημοτική λογοτεχνία) και δημιούργησε μιαν άλλη ιδε­ολογία, αυτή που ονομάστηκε νεοελληνική, αφού βέβαια πέρασε από το καμίνευμα της 400χρονης τουρκικής στρα­τιωτικής κυριαρχίας. Το ιδεολογικό της περιεχόμενο χαρα­κτηρίζεται εκτός από το φυσιολογικό και θετικό αντίκρυ- σμα της ζωής, το πνεύμα της αντίστασης σε κάθε καταπίε­ση, η φυσιολατρία αντίθετα από τον αναχωρητισμό που κυ­ριαρχεί στη λόγια παράδοση, η αγάπη στη ζωή και τον άνθρωπο. Μια ανάλυση και των “μεσαιωνικών” ακόμα ιστο­ριών των αποχωριζομένων εραστών δείχνει αυτή την τομή που σημειώνεται. Πολύ περισσότερο στα Ακριτικά και τα νεότερα Δημοτικά τραγούδια. Ο αστικός μετασχηματισμός που σημειώνεται στη ζωή στα μεταγενέστερα χρόνια, αποτυπώνει και στην ιδεολογία της ελληνικής λογοτεχνίας τα σημάδια του, που μπορεί κανείς να τα παρακολουθήσει στο corpus της λογοτεχνίας μας. Η ανάλυση για μας εδώ δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Εκείνο όμως που σημειώνουμε εδώ είναι πως μέσα στη σύνθετη λογοτεχνική παραγωγή των νεότερων χρόνων αποτυπώνονται όλα τα ιδεολογικά ρεύ­ματα που εκτυλίσσονται ιστορικά-χρονολογικά.
Επιζεί ο μυστικιστικός ιδεαλισμός, αναπτύσσεται η ορ­θολογική κριτική σκέψη, η επαναστατική αντίληψη της ζωής. Κι όλα αυτά κορυφώνονται με την μεταπολεμική λο­γοτεχνία.
IX.                Αλλά και η κοινωνική ζωή αποτυπώνεται στη λογοτε­χνία σε συνέχεια από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα. Έτσι μέσα στα διάφορα λογοτεχνικά είδη εκφραστές της ιδεολογίας αποτελούν οι κοινωνικοί φορείς που διαμορφώ­νουν το αντίστοιχο κοινωνικό καθεστώς. Στον Όμηρο κυκλοφορούν και δίνουν τον τόνο της ζωής φιγούρες της πατριαρχικής κοινωνίας και φυσιογνωμίες των πρώτων χρό­νων της δουλοκτητικής κοινωνίας. Οι εξαρτήσεις κοινωνι­κές, οικονομικές και πολιτικές κάνουν αισθητή την πα­ρουσία τους. Αλλά και προσωπικότητες της αριστοκρατικής εποχής με τις αντιλήψεις και τις συνήθειές τους και την κοινωνική τους συμπεριφορά, τα ονόματά τους και τις προ­σωπικές τους διενέξεις. Αλλά και στο θέατρο, τραγωδία και κωμωδία, παρελαύνει όλος ο αρχαίος δουλοκτητικός κόσμος. Κι εκεί ακόμα που τα θέματα της θεατρικής παρά­στασης δεν είναι πρόσωπα της καθημερινής ζωής, όπως συμβαίνει στην κωμωδία, αλλά είναι παρμένα από τους μυθικούς κύκλους, κι εκεί παρουσιάζεται ο αρχαίος δουλοκτήτης με όλη του την ιδεολογική αποσκευή και τις συνή­θειες και τη συμπεριφορά του. Αλλά και στον τομέα της φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής, εκείνο που βλέπουμε είναι η θεωρητικοποίηση όλων των συμπεριφορών και της δραστηριότητας της δουλοκτητικής κοινωνίας, μ’ ένα πλατύ φάσμα κοινωνικών πρακτικών. Φυσικά μιας περιό­δου τα κοινωνικά φανερώματα ποιοτικά εκφράζουν τις πιο προχωρημένες, τις πιο αντιπροσωπευτικές και ισορροπη­μένες σχέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Έπειτα, πηγαίνοντας σε άλλη φάση του κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα από τη θρησκευτική λογοτεχνία, βλέπεις τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί μέσα στην κοινω­νία. Τη συμμαχία της εκκλησίας με το καινούργιο κατεστη­μένο, την αυτοκρατορική και φεουδαλική εξουσία (και δεν θέλω να μείνω σ’ αυτό μονάχα) και την προσπάθειά της να ντρεσάρει τις συνειδήσεις σ’ αυτή την εγκατάλειψη, που λέγεται μετάθεση της ανθρώπινης ευτυχίας σε εξωκοσμικές καταστάσεις, αλλά και την αντίδραση των λαϊκών στρω­μάτων, που δημιουργούν θύλακες και μορφές αντίδρασης υγιούς, μέχρι που φτάνουμε στη νεότερη εποχή με όλες τις αντιφάσεις της, που αποτυπώνεται στην ανάδυση μέσα από το λογοτεχνικό έργο των κοινωνικών γεγονότων, όπως αναπαράγουν δημιουργικά τη ζωή.
Ολα αυτά τα στοιχεία που μέσα από το λογοτεχνικό έργο των αλληλοδιάδοχων εποχών ανακύπτουν, έχουν κοινό παρονομαστή όχι μόνο τη γλώσσα (που και από μόνη της αποτελεί απόδειξη της ενότητας), αλλά και τις στάσεις ζωής που αποπνέουν μια ανεξαρτησία και στις πιο μαύρες στιγμές των κοινωνικών συγκρούσεων και της κυριαρχίας των σκοταδιστικών δυνάμεων και τη διαρκή κατάφαση στη ζωή. Η θρησκευτικότητα αποτελεί μια επιπόλαια αντίληψη, όσο κι αν μας την παρουσιάζουν σαν κάτι ιδιαίτερο μέσα στις επιθέσεις τους οι συντηρητικοί και σκοταδιστικοί κύ­κλοι. Ο ελληνικός λαός έχει μείνει στο βάθος του “ειδωλο­λάτρης” με την έννοια ότι αγαπάει ιδιαίτερα την τωρινή, την επίγεια ζωή. Κι αυτό αποτυπώνεται από τον Όμηρο ακόμα μέχρι το δημοτικό μας τραγούδι. Και είναι υλιστής, από τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής και της φύσης, μέχρι τις απολαύσεις της. Μόνο που δεν είναι υλιστής με την έννοια του σκοτεινού και ωμού υλισμού της άρχουσας τάξης. Και δεν είναι της στιγμής να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο.
Στο διά ταύτα όμως της εποπτικής θεώρησης απορρέει η λογική ακολουθία: Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε τη σχι­ζοειδή κατάστρωση της πνευματικής μας ζωής, όπως μας την επέβαλε ο κλασικισμός και η ρομαντική αντίληψη του παρελθόντος. Η ιστορική ενότητα πρέπει να αποκατασταθεί αρχής γενομένης μέσα από το σχολείο. Και θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Ότι δεν είναι εθνικιστική αντίληψη αυτό το ξαναδέσιμο της ιστορικής μας συνέχειας. Γιατί δεν βασίζεται στο αίσθημα καμιάς υπεροχής απέναντι στους άλλους. Αντίθετα μάλιστα αποκαθιστά σε ιστορικά λογική βάση τις σχέσεις του ελληνικού με τον άλλον κόσμο. Έπειτα δεν είναι εθνικισμός να αποκαταστήσεις την εντα της πολιτισμικής και κοινωνικοπολιτικής μας παράδο­σης. Είναι αν θέλετε πατριωτισμός, η βασική προϋπόθεση της διεθνιστικής συνείδησης.
Έτσι η πρότασή μας καταλήγει σε μια ανασύνθεση της εικόνας του πολιτισμικού μας προτσές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κι αυτή την ανασύνθεση την επιχειρήσαμε σε δυο προηγούμενα κείμενά μας: Το νεότερο βρίσκεται στο βιβλίο Οι ιδεολογικές και μεθοδολογικές αρχές της ερ­γασίας..." (εκδ. Σ.Ε. 1999 σελ. 228-240) και το παλιότερο στο “Η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στην Ελληνική εκπαίδευση” (Εκδ. Σ.Ε. Αθήνα 1982. Σελ. 237 -248 “Η συστηματική διδασκαλία της λογοτεχνίας").
Και τα δύο αυτά κείμενα δεν αποτελούν προγράμματα διδασκαλίας, αλλά το μεν πρώτο αποτελεί σκαρίφημα για μια λογική ανασύνθεση του πλάνου εργασίας του σχολείου και το δεύτερο μια δοκιμαστική, συμβατή όμως με το προη­γούμενο, προσπάθεια για την εφαρμογή των αρχών της ερ­γασίας στο σχολείο της πολυτεχνικής εκπαίδευσης.
IX.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Το τελικό συμπέρασμα: Με την προϋπόθεση ότι όσα διατυπώθηκαν πιο πάνω είναι κατά βάση σωστά, μπορούμε να διατυπώσουμε τα συμπεράσματά μας:
1.Η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας θα πρέπει να αλλάξει ριζικά και να αναπροσανατολιστεί στη σημερινή πραγματικότητα και να ξεκινάει από τη διδασκα­λία της σύγχρονης μορφής της γλώσσας, οπότε θα πάρει την πρώτη θέση η επικοινωνιακή της λειτουργία με βάση την προφορική μορφή της και να εξαντληθούν οι δυνατότη­τες επικοινωνίας πρώτα, και στη συνέχεια οι δυνατότητες αξιοποίησης της προσέγγισης της πραγματικότητας, που οπωσδήποτε πραγματοποιείται μέσα από τη γλώσσα. Οι μέθοδοι και τα στάδια προσέγγισης είναι το ζητούμενο.
2..Η διδασκαλία της φιλολογίας-λογοτεχνίας πρέπει να
πάρει άλλες διαστάσεις. Η γλωσσική και γραμ­ματική προσέγγιση όχι μόνο δεν δικαιώνει την εργασία του σχολείου, αλλά και στο μέτρο που γίνεται σωστά, αποτελεί ένα μόνο τμήμα της εργασίας. Γιατί λείπει η κοινωνική διάσταση των μαθημάτων. Επομένως στο σημείο αυτό υπάρ­χουν προβλήματα ιδεολογικά, μεθοδολογικά και πραγματολογικά.
3.Ένας σταθερός ιδεολογικός αναπροσανατολισμός του μαθήματος ως προς τη σκοποθεσία και τις μεθοδεύσεις της προσέγγισης του corpus, οι οποίες πρέπει να έχουν προγραμμα­τικούς στόχους, κοινωνικό-πολιτικούς και φιλο­σοφικές ανθρωπιστικές αναζητήσεις. Έτσι μια διάσταση του μαθήματος θα πρέπει να είναι η ιστορική. Εξεταστέο από ποια στιγμή και πότε και με ποια μορφή θα εφαρμοστεί μια τέτοια προσέγγιση, η οποία ας σημειώσουμε είναι θε­μελιώδης. Απάνω σ’ αυτή τη διάσταση πρέπει να οργανωθεί πρώτ’ απ’ όλα η νοηματική προσέγγιση του γραπτού έντε­χνου λόγου, η δομή του και το βάθος των πραγμάτων που αντιπροσωπεύει, που ασφαλώς σχετίζεται με τη γραφή και την ανάγνωση, αλλά που πάει πέρα από την απλή κατανόη­ση στην ανακάλυψη των ανθρώπων, της συναισθηματικής τους σύστασης, του μόχθου και του πλούτου που αντιπρο­σωπεύουν και αποτυπώνουν, που οδηγεί στο να βιώσουν οι νέοι την ομορφιά της ζωής και του καθημερινού αγώνα και των ιδανικών του ανθρώπου. Έπειτα η ειδολογική προσέγ­γιση (το μυθιστόρημα, σ’ όποια του μορφή, η ποίηση και οι υπόλοιπες μορφές του λόγου) που θα βαθύνει την κατα­νόηση και την αφομοίωση των Ιδεών που προσφέρει η τέχνη του λόγου (στη δική μας περίπτωση).
4. Τέλος, είναι η προσπάθεια της αξιοποίησης της εμπειρίας του λόγου των ώριμων ανθρώπων να δοκιμάσου­με και να πετύχουμε το δικό μας στόχο, να δουλεύουν μέσα μας τον κόσμο των Ιδεών και να μεταδίδουμε τα δικά μας μηνύματα. Που αποτελούν κι αυτά μια μορφή κοινωνικοποί­ησης του νέου ανθρώπου που πηγάζει από την αισθητική καλλιέργειά του.
Η αρίθμηση δεν αποτελεί καμιά αξιολογική κατάταξη. Η προσωπικότητα του ανθρώπου δεν αναπτύσσεται τμηματι­κά, αλλά δομείται λειτουργικά μέσα από την επαφή με τα πράγματα, από την αλληλεπίδραση στο περιβάλλον και τη δράση του ανθρώπου. Και τα μαθήματα των κοινωνικών επιστημών είναι το ένα σκέλος της διαπαιδαγώγησης.
1.                    Γεωργ. Κ. ΜωραΤτη, Παράλληλο συντακτικό της Αρχαίας και της νέας Ελληνικής γλώσσας, εκδ. Δ. Παπαδήμα 1974
2.                    Γ εωργ. Κ. Μωραΐτη, Η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και φιλολο­γίας στην Ελληνική εκπαίδευση, εκδ. Σ.Ε. Αθήνα 1982
3.                    Γεωργ. Κ. Μωραΐτη, Ιδεολογικές και μεθοδολογικές αρχές εργασίας του σχολείου πολυτεχνικής εκπαίδευσης, εκδ. Σ.Ε. Αθήνα 1999


Δεν υπάρχουν σχόλια: