Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Το πρόβλημα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας- Μέρος 3o


Ας ανοίξουμε κι εμείς μια παρένθεση για να διευκρινί­σουμε και να διατυπώσουμε την άποψή μας γύρω από το πρόβλημα:
1 .-Είναι ένα από τα σοβαρά προβλήματα του σήμερα, το να συμφωνήσουμε στο θέμα της ονομασίας της γλώσσας μας στη “ενεστώσα” εποχή. Γιατί αυτό θα μας βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε για ποιο πράγμα μιλάμε και τι πρέπει να κά­νουμε. Η μέχρι σήμερα ασάφεια, που επικρατούσε και ήταν απόρροια ιστορικών συνθηκών, δεν μπορεί να συνεχιστεί, έπειτα από την οριστική καθιέρωση της “δημοτικής” το 1976. Δεν υπάρχει πια η αντιπαράθεση δημοτική-καθαρεύουσα. Αλλά μια κοινή πια γλώσσα στη βάση μιας γραμματι­κής, που πέρα από κάποιες επιφυλάξεις έχει αποτυπωθεί στη γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη και την αντίστοιχη του Τζαρτζάνου. Ο όρος δημοτική ανάγεται σε μιαν άλλη εποχή, όπως και ο όρος καθαρεύουσα εκφράζει την αντί­θεση στη δημοτική. Από το 1976 η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι θεμιτή. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για Ελληνική γλώσσα. Ο όρος Νεο-ελληνική γλώσσα δεν είναι θεμιτός, μολονότι είναι διεθνώς καθιερωμένος. (Greek modern). Οι Ευρωπαίοι επιστήμονες, όταν χρησιμοποιούν τον όρο Έλλην και Ελληνικός αναφέρονται στην αρχαία Ελλάδα. Οι Έλληνες είναι οι αρχαίοι, η Ελληνική φιλοσοφία η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η Ελληνική λογοτεχνία είναι η αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Και σήμερα ακόμα αυτή η αντίληψη επικρατεί και μεις την έχουμε αποδεχθεί, πει­θαναγκασμένοι από την υποτέλεια και την αποδοχή της. Για μας μόνο μεθοδολογική αξία μπορεί να έχει ο όρος για ιστορικά καθορισμένες μορφές, Αρχαία, Βυζαντινή ή Με­σαιωνική και Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, γλώσσα, λογοτεχνία, Βυζαντινή Ιστορία, γλώσσα, λογοτεχνία κτλ. Οπως και ο όρος “νεοελληνική κοινή” είναι ένας όρος που στην ουσία δεν αντιπροσωπεύει τίποτε πε­ρισσότερο από την προσπάθεια “ευπρεπούς” συμβιβα­σμού. Επομένως ο μόνος σωστός και θεμιτός όρος είναι ο όρος Ελληνική γλώσσα. Μόνο μ’ αυτόν δικαιούμαστε και έχουμε χρέος να προσδιορίζουμε την ταυτότητα της γλώσ­σας μας.

2.- Η ταυτότητα κάθε πράγματος είναι ιστορικά οριοθετημένη και δεν ανήκει στη σφαίρα ούτε της επιθυμίας μας ούτε κάποιων συγκυριών. Κάθε πράγμα έχει την ιστορική του δικαίωση. Εφόσον δεχόμαστε ότι είμαστε Έλληνες και η γλώσσα μας είναι η Ελληνική, η χρησιμοποίηση του όρου “Ελληνική γλώσσα" είναι η λογική συνέπεια. Το ότι ο Ελλη­νικός κόσμος έχει μια μακραίωνη ιστορία και σαφώς διακε­κριμένες περιόδους ιστορικής ύπαρξης και το ότι αναγκα­ζόμαστε να σημειώνουμε τομές μέσα στην ιστορική δια­δρομή και με βάση τις τομές να προβαίνουμε στην κατάτα­ξη των κοινωνικών γεγονότων και των κοινωνικών φανερωμάτων, αυτό δεν σημαίνει ούτε ποιοτική ούτε άλλη διάκριση εθνολογική. Οι γλώσσες, σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πάνω, επιζούν, όσο επιζούν οι φορείς τους. Και φορέας μιας γλώσσας είναι ο λαός που τη χρησιμοποιεί και τα πολι­τιστικά φανερώματα που εκφράζονται μ’ αυτή τη γλώσσα.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι στο φυλετικό κορμό του Ελληνικού κόσμου από την πανάρχαια εποχή μέχρι σή­μερα έχουν σημειωθεί πολλές αλλαγές, ποσοτικές και ποι­οτικές, που οπωσδήποτε, άλλαξαν πολλά πράγματα, έτσι που η μορφή του ελληνικού κόσμου να φαίνεται πως πα­ραλλάζει από τη μια εποχή στην άλλη. Και αυτό είναι φυσι­κό, γιατί χωρίς να αλλάζει η διαμόρφωση της κοινωνίας σε ταξική βάση, αλλάζουν οι παραγωγικές σχέσεις και δυνά­μεις από τη μιαν εποχή στην άλλη. Όμως, διαδοχή των επιγενομένων, το πολιτιστικό φαινόμενο, προσαρμοσμένο στις κάθε φορά συνθήκες, διατρέχει την ιστορία για να φτάσει μέχρι την εποχή μας. Οι τομές, οι νέες μορφές κτλ. δεν είναι ικανές να αποκρύψουν το βάθος του πράγματος. Η παράδοση που εκφράζεται από τρόπους και στάσεις αντιμετώπισης της ζωής, οι αντιλήψεις που επιβιώνουν κτλ. δείχνουν τη συνέχεια του φαινομένου, που εκφράζεται πάλι με τη γλωσσική συνέχεια.
Τη γλωσσική συνέχεια μπορεί κανείς να τη διερευνήσει μέσα στις δομές της γλώσσας, τις συντακτικές, τις μορφολογικές και τις λεξιλογικές που σημαίνει πως η γλώσσα στη σημερινή της φάση εμπεριέχει δυνάμει αλλά και ενεργεία τα κοινά στοιχεία της διαχρονικότητας του γλωσσικού οργάνου στην περιοχή, που θα μπορούσαμε να τον ονομά­ζουμε και ελληνόγλωσσο γεωγραφικό χώρο, όχι τόσο γιατί η Ελληνική γλώσσα κυριαρχεί, όσο γιατί απάνω σ’ αυτόν δη­μιούργησε σε μια χρονική διαδρομή πολλών αιώνων, μια πο­λιτιστική προσφορά. Η συρρίκνωση και ο περιορισμός της αποτέλεσε ένα ιστορικό, αναπότρεπτο γεγονός, συνδεδεμένο με τις κοσμογονικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην εθνολογική σύνθεση της περιοχής και στις αντίστοιχες πα­ραγωγικές σχέσεις. Η συρρίκνωση είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Το ίδιο αντικειμενικό γεγονός είναι και οι αλλαγές που έχουν σημειωθεί από την αρχαία μέχρι τη σύγχρονη μορφή της Ελληνικής γλώσσας. Και το ίδιο αντικειμενικό γεγονός είναι ότι η γλώσσα αυτή συνεχίζει (για πόσο ακόμα;) να μιλιέται και χρησιμοποιείται σ’ αυτή την περιοχή, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθεί να ζει και να δραστη­ριοποιείται ο ίδιος λαός σ’ αυτή την περιοχή, που είναι η παλιά του κοιτίδα. Γιατί πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ο χώρος όπου, όσο ξέρουμε, “γεννήθηκε” και ακτινοβόλησε η Ελλη­νική γλώσσα είναι ο λεγόμενος, κάποιες φορές περιφρονη­τικά, “Ελλαδικός” χώρος.
Συνεπώς η ταυτότητα της γλώσσας μας είναι ΕΛΛΗ­ΝΙΚΗ και δεν είναι ούτε νέα Ελληνική, ούτε Νεοελληνική, ούτε Νεοελληνική κοινή. Οι διακρίσεις Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική έχουν καθαρά μεθοδολογική αξία, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, για τους ειδικούς και χρησιμοποιού­νται για ταξινομικές εργασίες και επισημάνσεις.
Απάνω σε μια τέτοια αντίληψη πρέπει να στοιχηθεί και μια σειρά ακόμα από δραστηριότητες. Έτσι η ιστορία είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, Ελληνική Ιστορία από την αρ­χαιότητα μέχρι σήμερα. Και δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά αξιολογική ιεράρχηση στις περιόδους. Το πολιτιστικό φαινόμενο με ένα κέντρο κάθε φορά εξακτινώνεται σε μια περιοχή. Και το κέντρο του βάρους του μετατοπίζεται συ­νέχεια εκεί, όπου παρουσιάζεται ιδιαίτερη πύκνωση, που αποτελεί αλληλοδιάδοχα και το νέο πολιτιστικό κέντρο μέχρι τη στιγμή που εξαντλείται η πολιτιστική δύναμη του φαινομένου. Αυτό γίνεται στην αρχαία Ελλάδα, όταν το κέ­ντρο του βάρους του πολιτισμού μεταφέρεται από την Ιωνία της Μ. Ασίας στην Αθήνα και με μια παλίνδρομη κίνη­ση πάλι προς την Ιωνία της Μ. Ασίας κι από κει στη χερσό­νησο των Απεννίνων (Νότια Ιταλία-Μεγάλη Ελλάδα). Κι από την Αθήνα, σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια και τελικά στη Ρώμη, οπότε κλείνει ο κύ­κλος.
Η νέα φάση του ίδιου στη βάση του πολιτιστικού φαινο­μένου ξεκινάει στην Κωνσταντινούπολη, για να περάσει αλ­ληλοδιάδοχα στα αστικά κέντρα της Ιταλικής χερσονήσου κι από “κει στις πόλεις της Ευρωπαϊκής παραλίας του Ατλα­ντικού, για να συνεχίσει την εξακτίνωσή του. Όσον αφορά τέλος στον Ελληνικό χώρο, μετά την Τουρκοκρατία έχουμε μιαν “αναγέννηση”, της ίδιας κατηγορίας που σημειώνεται και στην Ευρώπη, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ση­μαδεύουν τη διαφορετικότητα μέσα σε μια οριοθέτηση ιστορική και γεωγραφική και το φαινόμενο λειτουργεί μέχρι τις μέρες μας σαν στοιχείο ζωής. Συνεπώς ούτε η Βυζαντι­νή Ιστορία αποτελεί αξιολογικά ιεραρχημένη κάτω από την Αρχαία περίοδο. Και πολύ περισσότερο η νεοελληνική πε­ρίοδος αποτελεί μια αυτόνομη και ενεργεία πραγματικότη­τα.
Το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία. Ελληνική λογοτεχνία για τους Ευρωπαίους είναι η αρχαία. Η σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία είναι η modern Greek  literature. Μπορεί τα έργα κάθε περιόδου να αντανακλούν και να αναπαράγουν κάποια άλλη πραγματικότητα (μπορούσε άραγε να γίνει δια­φορετικά;) και δεν είναι μόνο που είναι γραμμένα στην ίδια γλώσσα, αποτυπώνουν ένα πολιτιστικό και κοινωνικό γεγο­νός ενός κοινωνικού - φυλετικού φορέα που συνεχίζει κάτω από τις διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες τη ζωή του και δημιουργεί παράδοση.
Και όλα αυτά είναι που βαραίνουν την εκπαιδευτική μας φιλοσοφία, την εκπαιδευτική μας πρακτική και κατά συνέ­πεια τον πολιτισμό και την παιδεία μας. Κάποτε πρέπει να αποτινάξουμε την αποδοχή της υποτέλειας, για να απορρί- ψουμε την ίδια την υποτέλεια. Κάποτε πρέπει να αντιμετω­πίσουμε τον εαυτό μας σαν τη συνέχεια ενός πολιτισμικού φαινομένου που λέγεται Ελληνικός πολιτισμός και όχι σαν μια απλή απόληξη μιας εξαντλημένης διαδρομής.
Σήμερα, οι διαχειριστές της περιπέτειας που ονομάζε­ται Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνε να οριοθετήσουν την αφετηρία τους με τον Καθολικισμό και την ίδρυση του κράτους του Καρλομάγνου και να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με την κα­ταγωγή και την παράδοση της Ιστορίας τους (με το Βυζά­ντιο, τη Ρώμη και τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό). Και αυτό αποτελεί ίσως δικαίωμά τους. Η πρόθεσή τους είναι να αποκλείσουν από το ιδεολογικό περιεχόμενο της Ε.Ε. όλες τις αξίες, που δημιούργησε η ανθρώπινη κοινωνία στις με­γάλες εξάρσεις της ιστορικής πορείας της και να στηριχτεί σε δυο μόνο πρότυπα: Τον αυταρχισμό της θρησκευτικής εξουσίας του Βατικανού, με τον οποίο συμπλέουν, και τις πολιτικές αντιλήψεις της Αυτοκρατορικής εξουσίας, που αναβιώνουν με τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό. Φυσικά η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας δεν αποτε­λεί ούτε φιλοσοφική ούτε ιστορική αλήθεια. Η ταξική κοι­νωνία της σημερινής καπιταλιστικής κυριαρχίας δεν είναι λιγότερο ταξική από τις προηγούμενες που τη γέννησαν, δεν παραβιάζονται “νομικά” ή ηθικά λιγότερο οι ανθρώπι­νες αξίες της ελευθερίας, της ισοπολιτείας και της ισονο­μίας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δεν παραβιάζονται λιγότερο οι αρχές της σωματικής αγωγής (όταν μετα­βάλλουν σε εμπόρευμα τον αθλητισμό) και τις αρχές της πνευματικής καλλιέργειας με όλη την αθλιότητα της βιομηχανίας του θεάματος και της πορνικής πνευματικής καλ­λιέργειας.
Γιατί η Ιστορία μπορεί να είναι περιγραφή, ανασύνθεση και ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, σε καμιά όμως πε­ρίπτωση δεν είναι θέμα παραμόρφωσης της ιστορικής πραγματικότητας κατά τις πρόσκαιρες και συγκαιριακές επιθυμίες του συστήματος.
Μέσα στη νέα κατακτητική του εξόρμηση, ο ιμπεριαλι­σμός θέλει να εντάξει τους λαούς και τις εθνότητες σε υποταγμένες μικρές ομάδες από τη μια μεριά στον αυταρχισμό της εκμετάλλευσης των πολυεθνικών, χωρίς δύναμη αντίστασης, και από την άλλη στην πνευματική ποδηγέτηση και διαβουκόληση της καθολικής θρησκείας με τους μη­χανισμούς εξουσίας του Βατικανού. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που, πριν γίνουν αποδεκτές οι χώρες της Ευρώ­πης, έχουν διασπαστεί σε εθνοτικές ομάδες, χωρίς αυτάρκεια κτλ. ώστε να είναι ευάγωγες.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τη γλώσσα χωρίς να μιλήσει για τη λογοτεχνία και την ιστορία όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και του λαού και προπαντός των πνευματι­κών φαινομένων στα οποία αποτυπώνεται η ιστορία του. Κι αυτή τη διάσταση του θέματος θα επιχειρήσουμε να σκια­γραφήσουμε με μια σύντομη έκθεση:
α) Η φάση της κλασικής εποχής οριοθετείται κοινωνικο- πολιτικά από την ανοιχτή οικονομική ζωή, τουλάχιστο στις αντιπροσωπευτικές μονάδες του, χαρακτηρίζεται από την εκμετάλλευση των γεωργικών προϊόντων των αποικιών, την κάποια βιοτεχνική παραγωγή και την εκμετάλλευση της δουλικής εργασίας. Είναι ένας βασικός τομέας κοινωνικής και πολιτιστικής οργάνωσης που είναι πλούσιος σε δραστη­ριότητες και επικοινωνιακές πράξεις και διανοητικές διερ­γασίες. Η φάση αυτή διαμορφώνεται και σε ένα άλλο επί­πεδο, στο επίπεδο της συνειδητής συλλογικής οργάνωσης της ζωής, που δημιουργεί ένα πλατύ πεδίο πνευματικής δραστηριότητας, το οποίο απλώνεται από τη νομοθεσία, τη διοίκηση, τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου και κάθε πτυχή του ψυχισμού του. Κι αυτό το πεδίο είναι εκείνο που θεμελιώνεται και αποτυπώνεται στο γραπτό λόγο. Γιατί το πρώτο βρίσκεται σε διαρκή ροή και ελάχιστα περνάει και αποτυπώνεται στα κείμενα. Είναι το νερό της πηγής που ακολουθεί το δρόμο του και ποτίζει τη γη, από την οποία προέρχεται.
Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τις πολυποίκιλες πνευ­ματικές εκφράσεις από την ποίηση, την πεζογραφία, μέχρι και την κάθε μορφής ρητορική, τον επιστημονικό λόγο, όπου πίσω από τα τυπικά στοιχεία του λόγου κινείται ένας κόσμος ολόκληρος και εκδηλώνει την παρουσία του σε μια σειρά από πλευρές της ζωής. Και καθώς σ’ αυτή την περίο­δο η ταξική κοινωνία βρήκε την αντιπροσωπευτική της έκ­φραση στον τρόπο που έλυσε τα προβλήματα της εποχής, ήταν φυσικό ν’ αποτελέσει υπόδειγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: