Η οριζόντια διάσταση (σχήμα 1) της γλώσσας διαμορφώνει μια σειρά από στρώματα γλωσσικά - πολιτιστικά που εναποθέτονται με την πάροδο του χρόνου. Η επαλληλία των στρωμάτων αυτών είναι η βάση απάνω στην οποία διαμορφώνονται τα γλωσσικά πεδία της κάθε εποχής και σωρεύονται τα γλωσσικά - πολιτιστικά υλικά που διατηρούν την ενότητα της γλώσσας, την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της κάθε εποχής σε σχέση με την προηγούμενη, αλλά και με τα σύγχρονα επιμέρους τους πεδία. Έτσι μέσα σ’ αυτή τη στρωμάτωση ανιχνεύουμε και αντλούμε υλικό για τη μελέτη και άλλων κοινωνικών πεδίων και ερμηνεύουμε πολλά πράγματα της εποχής μας ή της ιστορίας. Οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν και στοιχεία γλωσσικά πολιτιστικά εγκαταλείπονται, καθώς δεν αντιπροσωπεύουν στις μεταγενέστερες εποχές δυναμικά στοιχεία του ψυχισμού και της κοινωνικής ζωής που βρίσκονται σε συνεχή διαμόρφωση. Αυτή ακριβώς η κοινωνική εξέλιξη, στην ατομική και την κοινωνική της μορφή, είναι εκείνη που αποτυπώνεται στην κάθε περίοδο στη γλώσσα.
Στο τελευταίο στάδιο (φυσικά τελευταίο δεν
υπάρχει, παρά για τις νεκρές γλώσσες, κι αυτό το λέμε συμβατικά) στην αποτύπωση
της γλώσσας συμπυκνώνεται, δυνάμει και ενεργεία, όλος ο πλούτος των ιδεών και
των στοιχείων του ψυχισμού, που έχει περάσει μέσα στην κοινωνική συνείδηση.
Και συνεπώς είτε πρόκειται για νεκρή είτε πρόκειται για ζωντανή γλώσσα, εκείνο
που έχει σημασία είναι το ενεστώς καθεστώς της γλώσσας που εκφράζει. Και
αντιπροσωπεύει την κοινωνική πραγματικότητα. Ολο το άλλο γλωσσικό στοιχείο των
διαφόρων στρωματώσεων έχει μεθοδολογική και ιστορική αξία, αποτελεί πολύτιμο
υλικό για τις ιστορικές και τις κοινωνιολογικές έρευνες.
Η διαδικασία αυτή των στρωματώσεων έχει
δύο διαστάσεις: την εξέλιξη της προφορικής γλώσσας και τη γραπτή της
αποτύπωση. Και η μεν προφορική δεν γεννάει κανένα πρόβλημα, καθώς προσαρμόζεται
αυτόματα και συνεχώς, αξιοποιώντας στοιχεία από το οοφυε της γλώσσας που εξυπηρετούν
τις επικοινωνιακές και τις ανάγκες του ψυχισμού. Και μεταβάλλοντας τελειοποιεί
γλωσσικούς τύπους, φόρμες έκφρασης, νοηματικό περιεχόμενο και συνολικές
εκφραστικές διατυπώσεις που αντανακλούν στάσεις ζωής. Το πρόβλημα είναι
τεράστιο και εδώ δεν αναλύεται ούτε είναι δυνατό να εξαντληθεί.
Η άλλη διάσταση, η γραπτή γλώσσα, δεν
είναι απλή ισο- μορφική αποτύπωση, επειδή, όπως άλλωστε και η προφορική,
συνδέεται με τη διανόηση του κοινωνικού ανθρώπου. Γι’ αυτό πραγματοποιεί μια
δημιουργική αποτύπωση, που τελικά την απομακρύνει από τον τύπο της προφορικής
γλώσσας και ακολουθεί η κάθε μια δρόμο παράλληλο, που παραλλάσσει όμως ανάμεσα
στις δύο αυτές διαστάσεις. Και η μεν πρώτη ακολουθεί το δρόμο της με μια
βιωματική διαδικασία, ενώ η δεύτερη λειτουργώντας “φωτογραφικά” αποτυπώνει το
λόγο στις διάφορες μορφές του και τον επεξεργάζεται με κριτήρια ή παρεμβάσεις
περισσότερο συνειδητές και σκόπιμες κάτω και από την επίδραση του κοινωνικού
καθεστώτος. Κι αν η προφορική διάσταση της γλώσσας εκφράζεται, θετικά ή αρνητικά,
μέσα στα όρια του κοινωνικού καθεστώτος, η γραπτή γλώσσα, ιδιαίτερα σε
παλιότερες εποχές, έπαιρνε καθαρά ταξικές διαστάσεις. ΚΙ αυτό επιβεβαιώνεται
και από την ιστορία. Πάντως μέσα στη γραπτή γλώσσα ακινητοποιούνται και
αποτυπώνονται σύνολα γλωσσικά, πολύτιμα για τη ζωή της ανθρώπινης ομάδας,
μέσα από τα κείμενα της λογοτεχνίας, της ιστοριογραφίας, της επιστημονικής
έρευνας ή έκθεσης, από τα οποία και για την προφορική μορφή της γλώσσας του
ανθρώπου μπορούμε να κάμουμε υποθέσεις και να διατυπώσουμε προτάσεις και
προπαντός για την εξέλιξη και τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης του
ανθρώπου. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η κοινωνική στρωμάτωση, που σημαίνει
ότι όσο πιο μεγάλη είναι η ιστορική διαδρομή του λαού- φορέα της γλώσσας
κι όσο πιο πολλά κείμενα της γραπτής γλώσσας έχουν διατηρηθεί τόσο πιο
πλούσια είναι η γλώσσα στο κάθε “ενεστώς” επίπεδο (σε συνάρτηση πάντα με το κοινωνικοπολιτικό
καθεστώς, το επίπεδο της τεχνολογίας και το εύρος και την ποικιλία των μορφών
των κοινωνικών σχέσεων) και τόσο ανεβασμένη η ποιότητα της διανοητικής και
κοινωνικής ζωής.
IV.
-ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
Όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω ισχύουν
απόλυτα και για την Ελληνική γλώσσα. Έχει διασωθεί ένα πλήθος από κείμενα, που
αντιπροσωπεύουν όλες τις ιστορικές περιόδους. Και μάλιστα, όσο προχωρούμε από
τα παλιότερα χρόνια προς τα νεότερα, τόσο πιο πλούσιο είναι το corpus
των κειμένων. γιατί και η τυπογραφία και η συστηματοποίηση της διατήρησης είναι καλύτερη.
Η Ελληνική Ιστορία έχει μια ιστορική διαδρομή
που πιάνει τις 3.000 χρόνια και δοκίμασε όλα τα στάδια της εξέλιξης της
κοινωνίας, όπως μας τα έχε» τυποποιήσει η ιστορική επιστήμη. Από τη μητριαρχία
που κατάλοιπά της βρίσκουμε μέσα στη
γλώσσα (βαθμοί και είδη συγγένειας), στην πατριαρχική κοινωνία (Οι όροι μητριαρχικός
και πατριαρχικός είναι συμβατικοί), από τη φυλετική κοινωνία στην ταξικά
οργανωμένη κοινωνία όλων τον μορφών. Την παρακολουθούμε από την ηρωική
βασιλεία, στην “Αριστοκρατική” της οργάνωση κι από κει στη Προ-Δημοκρατική τυραννίδα,
στη “Δημοκρατική” οργάνωση της πολιτείας, στα Μετα-Δημοκρατικά ολιγαρχικά
καθεστώτα, κάθε μορφής, μέχρι τα Μακεδονικά κράτη της Μετακλασικής Ελλάδας και
των Αλεξανδρινών χρόνων. Από κει κα πέρα την παρακολουθούμε στην περιπέτεια
της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, στη Βυζαντινή φεουδαλικη οργάνωση, στην Τουρκοκρατική
στρατιωτική οργάνωση και στους νεότερους χρόνους με την αστικοδημοκρατική της
μορφή. Αιπή την κοινωνία τη βλέπουμε να διαμορφώνεται με τον Ασιατικό τρόπο
παραγωγής και την πελατειακή σχέση των φυλετών απέναντι στα γένη των ευγενών,
να περνάει στην ανάπτυξη του
θεσμού της δουλείας, σε μορφές αργότερα σχέσης
δουλοπαροικίας και στους νεότερους χρόνους
στη μορφή των κολλιγιακών εξαρτήσεων μέχρι τη θέση του
μικροκαλλιεργητή και του ελεύθερου πολίτη των εργατικών στρωμάτων και των
καπιταλιστών. Η κάθε βέβαια κοινωνία
πέρασε τα δικά της στάδια, στην όποια ιστορική
της διαδρομή, και διαθέτει τις δικές της εμπειρίες και το δικό τους
πλούτο ιδεών και γλωσσικών μορφών έκφρασης.
Αν σκεφθεί κάποιος τις ιδιαιτερότητες και
την ποικιλία των εμπειριών που δοκίμασε να εκφράσει η Ελληνική γλώσσα σ’ αυτή
τη διαδρομή των 3.000 χρόνων, καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόσο πλούσια σε
περιεχόμενο και δυνατότητες είναι η Ελληνική γλώσσα. Και πόσο ο πνευματικός
θησαυρός, που έχει συγκεντρωθεί, είναι μεγάλος, και πόσο λειτουργικά είναι
οργανωμένος μέσα στο σύστημα της γλώσσας μας. Μια ματιά στο λεξικό της Αρχαίας
Ελληνικής των Lindell-Scott σε
συνδυασμό με τα νεότερα ορθογραφικά και ερμηνευτικά λεξικά, που συγκεντρώνουν
τις ετυμολογικές παρατηρήσεις και ερμηνείες του θησαυρού της Ελληνικής,
δείχνει πόσες είναι οι δυνατότητες περιγραφικής αποτύπωσης των πραγμάτων και
απηχητικής προέκτασης των εννοιών. Κι αυτό φαίνεται προπαντός στις εργασίες
του Μ. Τριανταφυλλίδη. Έπειτα η ορθολογική και ακριβής δομή του λόγου, με βάση
τους κανόνες της συντακτικής σχέσης που διατηρείται ανέπαφη σε όλη τη μακρινή
διαδρομή, δεν τυποποιεί και δεν απονεκρώνει τη διάθεση επικοινωνίας και
νοηματικής επεξεργασίας της ίδιας της σκέψης και της προσέγγισης των πραγμάτων.
Μια μελέτη της λογικής δομής της Ελληνικής γλώσσας πέρα από τα τυπικά στοιχεία
δείχνει πόσες δυνατότητες υπάρχουν στην απόδοση και των λεπτότερων μορφών
σχέσης και της έκ- φρασής της. Και φυσικά αυτός ο κανόνας βρίσκεται πάντοτε σε
συσχετισμό με την κοινωνική πραγματικότητα σε όλα τα πεδία της.
Γιατί άλλες δυνατότητες ανοίγονται σε μια
φάση της ελληνικής οικονομίας αγροτικής ή αστικής εμπορευματικής, άλλες στο
πεδίο των επιστημονικών αναζητήσεων και άλλες στο πεδίο της φιλοσοφίας κτλ.
Οπωσδήποτε όμως κι αν έχουν τα πράγματα, η ουσία του προβλήματος βρίσκεται πη
μελέτη και τη χρήση της γλωσσικής πραγματικότητας, που διαμορφώνεται στη
δεδομένη στιγμή που ο φορέας χρησιμοποιεί το όργανο της επικοινωνίας και
επεξεργασίας των στοιχείων της πραγματικότητας που προσεγγίζει. Γι΄ αυτό και η
πιο σωστή προσέγγιση του προβλήματος της μελέτης και χρησιμοποίησης της
Ελληνικής γλώσσας είναι η μελέτη και η χρησιμοποίηση της “Δημοτικής”, θέση που
τάει πέρα από το 18ο αιώνα και που διατυπώνεται συστηματικά και επίσημα γύρω
στο 1925: «Αν θέλεις να προσεγγίσεις
σωστά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πρέπει να αρχίσεις από τη μελέτη της νέας
ελληνικής γλώσσας και του νεοελληνικού πολιτισμού». Η μεθοδική
προσέγγιση του ελληνικού πολιτισμού επιβάλλει την αναδρομική προσέγγιση των στοιχείων των προηγούμενων μορφών. Αυτό έχει το
προτέρημα ότι επιτρέπει την αξιολογική επιλογή των στοιχείων του παρελθόντος.
Ποιών; Όσα έχουν μέσα τους δυναμική την παρουσία και τη σχέση με τη σημερινή
πραγματικότητα.
Δε θα περιπλανηθούμε στο δαίδαλο του
γλωσσικού ζητήματος που επίσημα μας βασάνισε μια 10Οετία. Είναι πράγματα
γνωστά και αξιολογημένα. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει σήμερα είναι ότι έχει
καθιερωθεί η “Δημοτική” γλώσσα. Κι αυτό σημαίνει ότι στη διδασκαλία παίρνει την
πρώτη θέση η διδασκαλία της προφορικής γλώσσας ως μηχανισμός παραγωγής του
λόγου και όχι τα γραπτά κείμενα που έχουν απλά κωδικοποιήσει προηγούμενες
φάσεις της γλωσσικής μας πραγματικότητας.
Η αντίδραση στην καθιέρωση της “Δημοτικής”
είναι διαρκής και αέναη. Καθώς η καθιέρωσή της έγινε κάτω από την πίεση πολλών
οικονομικό-τεχνικών παραγόντων, τίθεται θέμα για το ποια είναι η γλώσσα που
καθιερώνεται επίσημα. Και επομένως τίθεται πρόβλημα ταυτότητας της γλώσσας
μας, που βέβαια είναι πολιτικό και όχι επιστημονικό πρόβλημα, το οποίο
αναπαράγουν οι συντηρητικοί παράγοντες και όχι η αντικειμενική πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου