Θυμάσαι; Όταν πηγαίναμε μαζί στο λύκειο, εσύ φόραγες μάλλινο παλτό τούς χειμώνες πάνω απ’ την μπλε ποδιά και ζεστές δερμάτινες μπότες στα ποδάρια.
Οι γονείς σου τότε, απόκτησαν ξαφνικά καλή οικονομική επιφάνεια και δε σου έλειπε τίποτα. Στα δεκάξι σου, σου είχαν κιόλας έτοιμη την προίκα σου. Ένα διώροφο με τέσσερα διαμερίσματα!
Αντίθετα, εγώ έβαζα μόνο ένα μπλουζάκι μέσα απ’ την ποδιά και στα ποδάρια πάνινα φτηνά παπούτσια. Κι από προίκα; Ούτε σεντόνι!
Η αλήθεια είναι όμως, πως κι εγώ μπόραγα τότε νά ’χω στο κορμί παλτό και στα πόδια δερμάτινα παπούτσια. Η μάνα μου δούλευε παραδουλεύτρα σε πλουσιόσπιτα, κι όλο και κάποια αποφόρια δικά τους και των παιδιών τους, της χάριζαν οι μεγαλοκυρίες. Κι εκείνη τά ’παιρνε, γιατ’ ήξερε πως κι αυτά, δουλεμένα τά ’χε. Έτσι μού ’λεγε, μα εγώ είχα τις ενστάσεις μου. Διότι αφού τά ’χε δουλεμένα και συνεπώς τής ανήκαν, γιατί να τά ’χουν φορέσει πρώτα εκείνοι και νά ’ρθουν αποφόρια στην κατοχή της; Όχι! Δεν τά ’βαζα πάνω μου, ο κόσμος να χάλαγε!
-Τη δυνατή παριστάνεις κι έρχεσαι μες στο καταχείμωνο ντυμένη σα νά ’ναι άνοιξη; με ρώτησες μια χιονισμένη μέρα, καταμεσής τής φασιστικής δικτατορίας. Το 1970 ήταν και θυμάμαι πηγαίναμε στη δευτέρα λυκείου. (Πέμπτη εξατάξιου γυμνασίου τότε).
-Απλά, δεν κρυώνω, σ’ απάντησα λακωνικά. Τι να σου εξηγούσα; Και πώς να στο εξηγούσα; Σάμπως τό ’χα κι εγώ ξεκαθαρισμένο μες στο κεφάλι μου; Άσε που ντρεπόμουν να σου πω την αλήθεια. Φοβόμουν μη μ’ αποπάρεις κι εσύ, όπως στη γειτονιά μου. Ψωροπερήφανη κι εγωίστρια, μ’ έλεγαν καμπόσοι, επειδή δεν καταδεχόμουν να βάλω τα πλούσια αποφόρια. Τότε οι γειτονιές ήταν μια φαμίλια, κι ό,τι γινόταν σε κάθε σπίτι, το γνώριζαν κι όλα τ’ άλλα.
Τελειώσαμε το λύκειο, κι εσύ, με τις υψηλές γνωριμίες τού μπαμπά σου επί χούντας, διορίστηκες αμέσως σ’ ένα υπουργείο. Εκεί γνώρισες και τον σύζυγό σου. Θιασώτης τής χούντας κι αυτός, αφού ο ίδιος και οι γονείς του, τότε …βολεύτηκαν.
Εγώ, κορνιζάρισα το απολυτήριο τού λυκείου και κάθε πρωί το ρώταγα «και τώρα, τι;»…
Πήρα σβάρνα τις φάμπρικες. Πότε σε υποδήματα, πότε σε ρούχα, πότε… Κατέληξα πολυτεχνίτης... Κι ερημοσπίτης, λέει η παροιμία. Μια ζωή εργάτρια ανειδίκευτη και μια ζωή με μη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Τώρα, σάμπως είχες εσύ ειδίκευση; Όχι. Είχες όμως τις …υψηλές γνωριμίες τού μπαμπά σου, που και μετά τη χούντα, στη λεγόμενη μεταπολίτευση, τις ανανέωνε κατά το δοκούν…
Στα χνάρια του πάντα εσύ, με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, άλλαζες και πολιτικό στρατόπεδο κι έκανες τα κονέ σου… Πότε χωνόσουνα στη Νέα Δημοκρατία και πότε στο ΠΑΣΟΚ. Έψαχνες …χώρο να διορίσεις τους δυο γιους σου στο δημόσιο τομέα, που παρότι πλήρωσες ολόκληρη περιουσία στα ιδιαίτερα φροντιστηριακά μαθήματα, δεν κατάφεραν να τελειώσουν ούτε το γυμνάσιο. Μασάνε όμως από εμπόδια αυτοί που είναι μυημένοι στα ρουσφέτια; Τον έναν τον διόρισες στο δημόσιο τομέα επί ΝΔ και τον άλλο επί ΠΑΣΟΚ. Τέλος πάντων, οικογενειακώς γαντζωθήκατε απ’ τα φράγκα. Τα λατρέψατε και πιστέψατε πως την ίδια λατρεία σάς έχουν κι αυτά, κι ουδέποτε θα σας απαρνηθούν. Όντως, μέχρι τα τώρα ζωή χαρισάμενη…
Όμοια με σένα, παντρεύτηκα κι εγώ έναν συνάδελφό μου. Έναν ανειδίκευτο εργάτη, φτωχό σαν κι εμένα. Αποκτήσαμε δυο γιους κι εμείς. Πήγαν νυχτερινό λύκειο, γιατί το πρωί δούλευαν. Ο ένας στις οικοδομές, ο άλλος πωλητής σε κατάστημα. Κι εμείς και τα παιδιά μας, παραπάνω απ’ τη μισή εργασιακή ζωή μας, στην ουρά τής ανεργίας…
Λίγο που δεν σκύβαμε το κεφάλι και δε λυγίζαμε τη μέση στην εργοδοσία, αποκαλύπτοντας και τους ρουφιάνους της συνάμα, λίγο που χωρίς ανεργία στον ιδιωτικό τομέα ο καπιταλισμός δεν πορεύεται, λίγο που εμείς πορευόμαστε ταγμένοι ενάντια στην κοινωνική αδικία, τη βολέψαμε αξιοπρεπώς σε αξιοπρέπεια. Τη λατρέψαμε την αξιοπρέπεια, σίγουροι πως την ίδια λατρεία μάς έχει κι αυτή. Κι όσο εμείς δεν την εγκαταλείπουμε, τόσο αυτή δε μας απαρνιέται. Ζωή χαρισάμενη…
Κι ήρθε που λες η πορεία τής ζωής, να δικαιώσει τη μια απ’ τις δυο μας. Γιατί και τις δυο, δε γίνεται να μας δικαιώσει. Πώς να στο πω; Ή οι δικές σου επιλογές θα στεφανωθούν το δίκιο, ή οι δικές μου.
Σ’ είδα στη λαϊκή αγορά μετά από πάρα πολλά χρόνια. Πώς γέρασες έτσι καημένη; Κι αυτό το μυξόκλαμά σου…
«...Δέκα διαμερίσματα! Πώς να πληρώσω τόσα χαράτσια; Κι έχω και τρία ξενοίκιαστα. Εμένα έπρεπε να μ’ εξαιρέσουν απ’ αυτό το μέτρο. Βεβαίως! Τόσα χρόνια μέχρι δεκάρας πλήρωνα τους φόρους μου. Βρε, αν η μεσαία τάξη βουλιάξει, ποιος θα κινεί μετά το χρήμα; Αμ οι γιοι μου! Κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι. Απ’ τους πρώτους που θ’ απολυθούν απ’ το δημόσιο. Τουλάχιστον, να καθυστερήσουν οι απολύσεις λίγα χρόνια ακόμη, να προλάβουν να βγουν στη σύνταξη. Αμ κι η σύνταξή μου, πετσοκόφτηκε κι αυτή. Μέγα λάθος! Οι συντάξεις απ’ το υπουργείο που δούλευα εγώ, δεν έπρεπε ν’ αγγιχτούν. Φτάναν και περισσεύαν οι περικοπές των άλλων συντάξεων. Αχ… Ένας Παπαδόπουλος μας σώνει! Έφαγε ψωμάκι ο κοσμάκης τότε! Ε, εσύ που ήσουνα χαζή, δεν έφαγες. Τι να σου κάνω; Φταις! Από μικρή ψωροπερήφανη κι εγωίστρια ήσουνα. Γι’ αυτό προτίμαγες να ψοφάς στο κρύο, παρά να φοράς τ’ αποφόρια μου. Ε, ναι. Μάθε το πια. Στο σπίτι μας δούλευε παραδουλεύτρα η μάνα σου τότε, και δικά μου ήταν τα ρούχα και τα παπούτσια που δεν καταδεχόσουν να φορέσεις. Ψώνιο! Μωρέ εγώ φταίω, που δεν το είπα τότε στον πατέρα μου, να σε μπουζουριάσει η χωροφυλακή, να σου δείξω εγώ! Τέλος πάντων, δε μου λες, παραμένεις φτωχιά ακόμη; Εμ, βέβαια... Χορταίνεις αξιοπρέπεια εσύ. Χαζή! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Όπως πάει η κατάσταση, θα μου κατάσχουν το ένα διαμέρισμα μετά το άλλο. Δεν βγαίνω να πληρώνω τόσα χαράτσια. Κι η σύνταξη, φιλοδώρημα την κατάντησαν. Κι οι γιοι μου, άνεργοι σε λίγο. Θα πεινάσουμε. Το βλέπω… Μα εσύ, τι κάνεις; Πάλι άνεργη είσαι; Ε, φταις κυρά μου! Κακομοίρα… Ούτε ένσημα για σύνταξη δεν κατάφερες να μαζέψεις. Φάε αξιοπρέπεια! Κι ο άντρας σου τα ίδια; Τι, και τα παιδιά σου άνεργα είναι; Α, μα, εσείς είσαστε οικογενειακώς βλαμμένοι! Τεμπέληδες είσαστε! Άκου άνεργοι οικογενειακώς… Ακαμάτηδες! Ναι βρε! Να πάτε να δουλέψετε χωρίς μεροκάματο. Μ’ ένα πιάτο φαγητό και πολύ σάς πάει. Αχαϊρευτοι! Μα βεβαίως και ήρθα τώρα που κλείνει η λαϊκή, για να μαζέψω τα υπόλοιπα. Σιγά μην πληρώνω και τα ζαρζαβατικά με τέτοια ακρίβεια. Ε, στο σπίτι θα ξεχωρίσω τα μισοσάπια, να τα μαγειρέψω σήμερα γιατί δεν αντέχουν. Ναι, ο άντρας μου και οι γιοι μου είναι. Υπολείμματα μαζεύουν κι αυτοί. Αμ τι νόμιζες κυρά μου. Πρέπει να σέβεσαι το χρήμα, αλλιώς πεθαίνεις στην ψάθα. Τι διάολο κρατάς στα χέρια σου; Ανακοινώσεις τού ΠΑΜΕ; Αμ αυτά σε φάγανε… Οι απεργίες και τα συλλαλητήρια. Τι να κάνω;! Να έρθω στο συλλαλητήριο να διαμαρτυρηθώ για την φτωχοποίησή μου;! Φτωχιά είσαι και φαίνεσαι! Ψώνιο… Βρε, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι τα λεφτά εδώ θα ’ρθούν! Θα βγει ο Τσίπρας τώρα και θα ξαναβάλει τα πράματα στη θέση τους! Εμείς κυρά μου, είμαστε απλοί άνθρωποι. Βολευόμαστε μ’ όλες τις κυβερνήσεις. Όχι σαν κι εσένα… Άκου να καταντήσεις κομμουνίστρια! Σα δεν ντρέπεσαι… Μωρέ από μικρή φαινόσουνα πως θα γίνεις του σκοινιού και του παλουκιού… Όχι σου είπα! Δεν θέλω να ξέρω τι λέει το ΠΑΜΕ! Δε μ’ ενδιαφέρει! Πού ’σαι βρε Παπαδόπουλε να ξεβρομίσεις τον κόσμο απ’ τους κομμουνιστές! Έι, εσύ, κύριος. Άστα κάτω αυτά. Ναι, τα έχω δει πριν από σένα. Ούστ! Πλακώσανε κι οι άστεγοι να μας φάνε τη μπουκιά απ’ το στόμα»…
Άντεξα και σ’ άκουγα παλιά μου συμμαθήτρια, γιατ’ ήσουν υπέροχη! Χρειαζόμουν μια αυθεντική μικροαστή για το καινούριο μυθιστόρημά μου και τη βρήκα στο γερασμένο πρόσωπό σου. Χρειαζόμουν μια σιχαμερή ατομίστρια και τη βρήκα στη γερασμένη ψυχή σου…
Κι είναι το δίκιο σου βουνό, όταν λες πως δεν έχεις καμιά δουλειά με το ΠΑΜΕ.
Όχι, δεν έχεις καμιά δουλειά με το ΠΑΜΕ. Κάτι τέτοιες και τέτοιοι σαν κι εσένα, έχουν δουλειά μόνο με το …φάμε. Μόνο που τα τυράκια τελειώσανε… Τώρα, με τούτην την καπιταλιστική κρίση, εσάς τα καλοταϊσμένα ποντίκια, θα σας καταβροχθίσει το μεγάλο κεφάλαιο μαζί με τα τυράκια που σας τάιζε όλα τα προηγούμενα χρόνια…
Δε χαίρομαι γι’ αυτό. Μόνο γελάω. Γελάω γιατί από μένα οι κεφαλαιοκράτες δεν μπορούν να φάνε τίποτα. Δεν έχω τίποτα άλλο, εκτός απ’ τις αλυσίδες μου. Ε, αυτές με μεγάλη ευχαρίστηση θα τις χάσω…
Ένα εύχομαι μοναχά. Να μην έχουν καταντήσει τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου σαν τα μούτρα σου. Αυτό όμως θα το διαπιστώσω μόνη μου και χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.
…Δυο μέρες μόνο πέρασαν, κι η διαπίστωσή μου έγινε ευχάριστη(!) πραγματικότητα.
Τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου δεν είναι σάπια σαν κι εσένα! Τούτο σού υπόσχομαι λοιπόν:
Θα τους βοηθήσω να γίνουν ζάμπλουτοι! Σε αξιοπρέπεια. Και το πρώτο βήμα τους στη ζωή που τους αρμόζει, θα το κάνουν μεθαύριο, 11 Ιούλη, στο συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ!
(Προσφορά τής συγγραφέως Καλής Γκέλμπεση στους Ανεργοάφραγκους που ’χουν αμύθητο πλούτο στην ψυχή. Δικό σας.)
1 σχόλιο:
δεν ξερω αν ειναι υπαρχτο προσωπο αλλα ατελειωτο respect
johngr1973
Δημοσίευση σχολίου