Απόσπασμα από άρθρο στην ΚΟΜΕΠ. Ολόκληρο θα το βρείτε εδώ
Η θρησκεία, όπως και κάθε μορφή κοινωνικής συνείδησης, λειτουργεί σε δύο επίπεδα: το κοινωνικο-ψυχολογικό και το ιδεολογικό. Το ιδεολογικό επίπεδο της θρησκευτικής συνείδησης έγκειται στη θεολογία, τη θρησκευτική φιλοσοφία, καθώς και στην ηθική και κοινωνική διδασκαλία της εκκλησίας. Η θρησκευτική συνείδηση του χριστιανισμού και της ανατολικής εκδοχής του, της ορθοδοξίας, γεννήθηκε στην ύστερη Αρχαιότητα και άκμασε στο Μεσαίωνα, δηλαδή στην περίοδο του φεουδαρχικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού («δυτικού» και «ανατολικού»), στη διάρκεια του οποίου όλες οι μορφές κοινωνικής συνείδησης λειτουργούσαν ουσιαστικά ως «θεραπαινίδες της θρησκείας», με αποτέλεσμα η θεολογία και η θρησκευτική φιλοσοφία να κυριαρχούν στην πνευματική ζωή.
Η ανάπτυξη ωστόσο της θρησκευτικής και γενικότερα της κοινωνικής σκέψης στη Δυτική Ευρώπη και το Βυζάντιο δεν ήταν ομοιόμορφη, κάτι που αντιστοιχούσε στη διαφορά των γενικών ιστορικών όρων ύπαρξης του φεουδαρχικού σχηματισμού στις δύο αυτές γειτονικές περιοχές του κόσμου. Ετσι η θεολογική και θρησκευτικο-φιλοσοφική σκέψη στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη διέτρεξε, κοντινούς μεν και αλληλοεπηρεαζόμενους, αλλά εντούτοις παράλληλους δρόμους.
Το κέντρο της θρησκευτικής ιδεολογίας είναι η θεολογία, τουλάχιστον στη δυτική ευρύτερη περιοχή του κόσμου (στο βαθμό που η θεολογία προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου προσωπικού θεού που έχει προσωπική ενεργητική δραστηριότητα και δηλώνει την ύπαρξή του και μέσα από το «λόγο» του, ο οποίος μεταδίδεται στους ανθρώπους μέσω της αποκάλυψης. Η θεολογία δηλαδή βασίζεται στο θεϊσμό, στην πεποίθηση-παραδοχή πως ο θεός δημιούργησε τον κόσμο, αλλά, ταυτόχρονα, ότι είναι και διαφορετικός από τον κόσμο και τα πράγματα. Στην περίπτωση που υπάρχει μονιστική ταύτιση μεταξύ Είναι και Θεού, όπως συμβαίνει σε διάφορες μυστικιστικές διδασκαλίες ή πανθεϊσμός, τότε δεν ισχύει η διαφορά μεταξύ Είναι και Θεού και δεν μπορεί να υπάρξει, με την αυστηρή έννοια της λέξης, θεολογία). Η θεολογία είναι μια μορφή θεωρητικής θρησκευτικής σκέψης που έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των θρησκευτικών διδασκαλιών για την ουσία και τις πράξεις (ενέργειες) του Θεού. Δομείται με βάση ιδεαλιστικές φιλοσοφικές έννοιες και κατηγορίες και το υλικό της είναι τα θρησκευτικά κείμενα που κατανοούνται ως προϊόντα αποκάλυψης. Η θεολογία βασίζεται στην πρότερη ανάπτυξη φιλοσοφικής ιδεαλιστικής σκέψης (συγκεκριμένα οι θεολογίες του ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού και του Ισλάμ βασίζονται στις ιδέες και το σύστημα εννοιών των θεωριών του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των νεοπλατωνικών). Η θεολογία διαφέρει από τη θρησκευτική φιλοσοφία κατά το ότι δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα αυτοτελούς δημιουργικής φιλοσοφικής προσέγγισης στη γνώση. Ουσιαστικά δέχεται ότι η μόνη θεμελιακή γνώση ήδη υπάρχει μέσα στα ιερά κείμενα και ο ρόλος της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή της ίδιας της θεολογίας, είναι να ερμηνεύσει, να εξηγήσει το λόγο του Θεού μέσα σε αυτά. Επομένως, τα θεολογικά έργα υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από σχόλια, υπομνηματισμοί και πραγματείες πάνω στα ιερά κείμενα της θείας αποκάλυψης, η εγκυρότητα των οποίων ουδέποτε αμφισβητείται. Οι πατέρες της εκκλησίας του 4ου αιώνα, που συστηματοποίησαν σε μια πρώτη οριστική μορφή τη θεμελιακή χριστιανική θεολογία, διακρίνουν δύο επίπεδα γνώσης: το κατώτερο επίπεδο της φιλοσοφικής σκέψης, όπου προσεγγίζεται το απόλυτο (δηλαδή ο θεός) ως ουσία, πρώτη αιτία και σκοπός όλων των πραγμάτων (πρόκειται για τη φιλοσοφική θεολογία του Αριστοτέλη, δηλαδή τη θεωρία για την «πρώτη φιλοσοφία» ή μεταφυσική), και το ανώτερο επίπεδο, αυτό της «αλήθειας δια της αποκάλυψης», η οποία είναι γνωστικά απροσπέλαστη από την ανθρώπινη λογική.
Αυτά ήταν τα θεμελιακά αξιώματα της χριστιανικής θεολογίας και θρησκευτικής σκέψης γενικά όταν η χριστιανική διδασκαλία πήρε για πρώτη φορά μια οριστική και επίσημη μορφή. Στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Στη Δυτική Ευρώπη αναπτύχθηκε αργότερα η σχολαστική φιλοσοφία στο πλαίσιο των μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Εκεί, στη βάση αυτών των δύο αρχικών επιπέδων προσέγγισης του θεού, δηλαδή της φιλοσοφικής προσέγγισης και της «αποκαλυψιακής», αναδείχθηκαν από τους σχολαστικούς φιλοσόφους δύο είδη θεολογίας, η «φυσική θεολογία», που αντιστοιχεί στο πρώτο επίπεδο, και η «θεολογία δια της θείας αποκάλυψης», που αντιστοιχεί στο δεύτερο επίπεδο. Μολονότι και οι δύο μορφές ή είδη θεολογίας ήταν γενικά αποδεκτές (και θεωρητικά, «κατά τας γραφάς», η δεύτερη εξακολουθούσε να αποτελεί το ανώτερο επίπεδο), εντούτοις, στην πράξη, η φυσική θεολογία ήταν που γνώρισε τη μεγαλύτερη (και πιο «σκανδαλώδη») ανάπτυξη. Σε μια πορεία αιώνων, κατά την οποία βελτιώνονταν συνεχώς και τα θεωρητικά εργαλεία των θεολόγων και σχολαστικών φιλοσόφων και εμφανίζεται και το πρώτο ρήγμα στη θρησκευτική σκέψη με το φιλοσοφικό ρεύμα του νομιναλισμού (υπό την επήρεια και της αραβικής φιλοσοφικής σκέψης), η «φυσική θεολογία» καταλήγει να κατακτήσει πρωτεύουσα θέση στη θρησκευτική θεωρητική συνείδηση. Αντανακλώντας διαφορές στις αρχικές ιδεολογικές καταβολές, αλλά και την κατοπινή διαφορετική δυναμική ανάπτυξης των φεουδαρχικών κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης, οι αντιλήψεις των σχολαστικών ουσιαστικά προετοίμασαν το έδαφος {από πλευράς εννοιολογικού και κατηγορικού φιλοσοφικού συστήματος, αφομοίωσης του Αριστοτέλη (μιας ορισμένης τουλάχιστον εκδοχής του αριστοτελικού έργου που όμως έπαιξε το ρόλο της στη φιλοσοφική ανάπτυξη της δυτικής φιλοσοφίας), ανάπτυξης της λογικής και των απαιτήσεων της θεωρητικής επιχειρηματολογίας} για τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στον ύστερο Μεσαίωνα με τον ανθρωπισμό (ουμανισμό) και άνοιξαν το δρόμο για τη θεμελίωση των νεότερων θεωρητικών ρευμάτων και φιλοσοφικών συστημάτων. Στη Δυτική Ευρώπη ήταν που άρχισαν να αναζητούνται φιλοσοφικά οι διάφορες «αποδείξεις» (οντολογική, κοσμολογική και άλλες) για την ύπαρξη του Θεού, στη βάση ακριβώς της «φυσικής θεολογίας», που, από κάποια στιγμή και ύστερα (με τη «Summa Theologiae» του Θωμά του Ακινάτη και την έμμεση καταρχήν αποδοχή της αργότερα από την Αγία Εδρα της Ρώμης) νομιμοποιήθηκε και καταξιώθηκε και από την επίσημη ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Αντίθετα, στο έδαφος του Βυζαντίου και της ορθόδοξης εκκλησίας, η εξέλιξη της θρησκευτικής σκέψης υπήρξε λιγότερο δυναμική και ριζοσπαστική και η θεωρητική θρησκευτική σκέψη ήταν πολύ πιο συντηρητική και πιστή στο χριστιανισμό της ύστερης Αρχαιότητας. Εδώ η θρησκευτική σκέψη κινούνταν σαφώς σε πιο ασκητική και μυστικιστική κατεύθυνση (παράλληλα όμως και σε πιο «ανθρώπινη»-κοινοτιστική, στο πλαίσιο της αγροτικής κοινότητας, υπό τη σκέπη του συγκεντρωτικού κράτους, που ευνοούσε τον περιορισμό της δύναμης των φεουδαρχών). Σύμφωνα με την ανατολική ορθοδοξία, η χριστιανική παράδοση είναι ενιαία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διαχωριστεί σε επίπεδα, ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε «φυσική θεολογία», ή να αναζητηθούν οντολογικές και άλλες φιλοσοφικές «αποδείξεις» για τη θεμελίωση της ύπαρξης του θεού. Εδώ ο θεός δεν ήταν αντικείμενο «φιλοσοφικών» συλλογισμών, αλλά περισσότερο θέμα πίστης και κοινοτικά οργανωμένης βιωματικής-τελετουργικής πρακτικής, ασκητικής πράξης, μυστικιστικών εμπειριών και επίσημης συγκεντρωτικής κρατικής πολιτικής (εξάλλου ο, έστω και τυπικά πολλές φορές, ηγέτης της εκκλησίας ήταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας, κάτι που δε συνέβαινε στη Δύση). Για την ορθόδοξη εκκλησία, όλα αυτά τα «φιλοσοφικά γυμνάσματα» στο έδαφος της θρησκευτικής σκέψης ήταν σκέτη νοησιαρχία, έμμεση επιστροφή στους ειδωλολάτρες (= Ελληνες).
Η ιστορία των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων γύρω από θεολογικά ζητήματα στο Βυζάντιο χαρακτηρίζεται από το ότι η έκβαση συνήθως ήταν υπέρ της άμεσης πολιτικοποίησης των θεωρητικών ζητημάτων και εντέλει της κρατικής απαγόρευσης αυτών των συζητήσεων και της περιθωριοποίησης αντιλήψεων που προσομοίαζαν στις «λατινικές» δυτικές αναζητήσεις (παρότι δε λείπουν κατά καιρούς και εδώ οι σημαντικές θεολογικές και φιλοσοφικές έριδες - μικρότερης όμως σημασίας απ’ ό,τι στη Δύση και σε μεγάλο βαθμό εμπνεόμενες από τη Δύση). Υπήρχαν και ιδιαίτεροι κοινωνικοπολιτικοί λόγοι γι΄ αυτό. Το Βυζάντιο και η ίδια η επίσημη ορθόδοξη εκκλησία του είχαν δοκιμαστεί σκληρά από πολύ νωρίς, στις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας τους, από τα αιρετικά κινήματα που διαρκώς απειλούσαν τη συνοχή του κράτους και της κοινωνίας. Ουσιαστικά, η ορθοδοξία διαμορφώθηκε στην πρώτη βυζαντινή περίοδο, στη βάση της πάλης ενάντια στις αιρέσεις (και η ιδεολογική βάση των αιρέσεων ήταν οι θεολογικές διαφορές). Το μεγάλο συγκεντρωτικό βυζαντινό κράτος και η εκκλησία, όντας σε πιο εύθραυστη κατάσταση για μεγάλο διάστημα, απ’ ό,τι οι ρευστές, εξαιτίας του φεουδαρχικού κατακερματισμού, κρατικές επικράτειες και η πανίσχυρη εκκλησία στη Δύση (η οποία αρχικά δεν αντιμετώπιζε αιρέσεις ή «ταξικό σχίσμα» μεταξύ των Χριστιανών, τουλάχιστον μέχρι τον 11ο -12ο αιώνα) και λειτουργώντας με διαφορετικό τρόπο, εφάρμοζαν μια ιδιαίτερα άκαμπτη θρησκευτική μονολιθικότητα διοικητικού τύπου (εξάλλου το Ισλάμ δεν απειλούσε το Βυζάντιο μόνο πολιτικοστρατιωτικά, αλλά και ιδεολογικά, όπως και η «λατινική» Δύση άλλωστε - με αποτέλεσμα μια κατάσταση συνεχούς πίεσης και απειλής, που συσπείρωνε την εκκλησία, το κράτος και, συχνά, το λαό, γύρω από την «ορθοδοξία» του δόγματος).
Σαν αποτέλεσμα λοιπόν αυτών (αλλά και άλλων, πιο σύνθετων) παραγόντων, προκύπτει, σύμφωνα με ένα σύγχρονο Ελληνα θεολόγο, ότι «η μυστική θεολογία της χριστιανικής Ανατολής μέμφεται τη δυτική θεολογική παράδοση, ότι χώρισε τη ζωή από τη θρησκεία, και δημιούργησε μια πνευματική σχιζοφρένεια. Τα αποτελέσματα αυτού του δυτικοκεντρικού δυαλισμού είναι τραγικά. Από τη μια μεριά έμεινε η ζωή μακριά από τις ανάγκες της. Από την άλλη μεριά η θρησκευτικότητα παρέμεινε αποκομμένη από την καθημερινή εμπειρία, από την άμεση, εμπειρική χρήση του κόσμου. Ετσι κατέφυγε η καθολική Εκκλησία στον ψυχολογικό μυστικισμό των συμβόλων και στις λογικές αποδείξεις των αφηρημένων μεταφυσικών αληθειών. Σε κάθε φάση του δυτικού πολιτιστικού βίου (ακόμα και θεολογική ή εκκλησιαστική φάση) εκφράζεται, θετικά ή αρνητικά, μια περήφανη αναμέτρηση του ανθρώπου με το Θεό, μια προσπάθεια αυτοβεβαίωσης του ανθρώπου απέναντι στο συντριπτικό κύρος του υπερβατικού. Η πραγματικότητα ΔΥΣΗ και Δυτικός άνθρωπος σημαίνει αναπόφευκτα την ανταρσία απέναντι στη μεταφυσική αυθεντία»[4]. Αυτή είναι η μόνιμη μομφή της ορθόδοξης εκκλησίας και θεολογίας ενάντια στην αντίστοιχη εκκλησιαστική και θρησκευτική ανάπτυξη του χριστιανισμού στη Δύση. Ουσιαστικά εγκαλείται δηλαδή η ρωμαιοκαθολική εκκλησία για το ότι τράβηξε μέχρι το τέλος (ή επέτρεψε να συμβεί αυτό) τις αντιθέσεις της ίδιας της θρησκευτικής διδασκαλίας του χριστιανισμού. Φυσικά η κατηγορία αυτή δε στέκει στα πόδια της, με βάση την ιστορικοϋλιστική θεωρία. Θα έπρεπε μάλλον να κατηγορηθεί η ίδια η συνολική ανάπτυξη της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας, υλική και πνευματική, που οδήγησε στην ποιοτικά νέα κοινωνικοοικονομική και πολιτική (επομένως και θεωρητική-ιδεολογική) αντιφατικότητα του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα και των Νέων Χρόνων και στη νέα κατάσταση και αντίληψη του μοναχικού αλλά και αυτεξούσιου ατόμου (σε αντιπαράθεση με την αρχαία δουλοκτητική αντίληψη του ενιαίου αυτάρκους τύπου προσωπικότητας, αυστηρά εντασσόμενου όμως μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα-συλλογικότητα, απ’ όπου κατάγεται και η ορθόδοξη αντίληψη του «προσώπου»), του φυσικού δικαίου, της νέου τύπου πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης (στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται και οι νέες θρησκευτικές αντιλήψεις). Εξάλλου, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν ήταν λιγότερο «ορθόδοξη» από την ανατολική, σε ότι αφορά τις προθέσεις για τον περιορισμό της ελευθερίας της σκέψης. Τελικά η ορθόδοξη κριτική στη δυτική θεολογική και σχολαστική φιλοσοφική σκέψη φαίνεται σα να καλεί προς τα πίσω, στην κοινωνική και πνευματική ακινησία της παρατεταμένης βυζαντινής Αρχαιότητας και του κατοπινού ημιτελή φεουδαρχισμού που διαμόρφωσε την ίδια την ορθόδοξη εκκλησία και θρησκευτική πνευματικότητα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης υπήρξε πάντοτε ο έντονος και με ισχυρή επίδραση στις κοινωνικές διαδικασίες ασκητικός μυστικισμός, που εκφράζεται και στη μορφή της θεολογίας που προτιμήθηκε στη βυζαντινή Ανατολή (και που επανήλθε, σαν θεωρητική άποψη πλέον, στα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα). Πρόκειται για την αποφατική θεολογία, όπως αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά στα κείμενα του Ψευδο-Διονύσιου Αρεοπαγίτη («Μυστική Θεολογία» και «Περί θείων ονομάτων», γνωστά στη θεολογική και θρησκευτική φιλοσοφική σκέψη ως «Αρεοπαγιτικά»). Σύμφωνα με το διακεκριμένο Ρώσο θεολόγο Βλαντιμίρ Λόσσκυ, σ’ ένα προλόγισμα του «Περί μυστικής θεολογίας» του ψευδο-Διονύσιου Αρεοπαγίτη, «η θεολογία οφείλει να είναι λιγότερο μια αναζήτηση θετικών γνώσεων για το θείο απ’ όσο μια εμπειρία εκείνου που υπερβαίνει κάθε σύλληψη…Ο αποφατισμός…είναι πρωτίστως μια διάθεση του πνεύματος που αρνείται να σχηματίζει έννοιες για το Θεό. Αυτό αποκλείει σταθερά κάθε θεολογία αφηρημένη και καθαρά διανοητική, που θα ήθελε να προσαρμόσει στην ανθρώπινη σκέψη τα μυστήρια της θείας σοφίας. Είναι μια υπαρξιακή στάση που επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο: δεν υπάρχει θεολογία έξω από την εμπειρία, πρέπει να μεταβληθούμε, να γίνουμε καινοί άνθρωποι. Για να γνωρίσουμε το Θεό πρέπει να Τον πλησιάσουμε. Δεν είμαστε θεολόγοι αν δεν ακολουθούμε την οδό της ένωσης μαζί Του. Η οδός της γνώσης του Θεού είναι απαραιτήτως η θέωση»[5]. Η αποφατική θεολογία συνίσταται λοιπόν στο να αρνούμαστε κάθε γνώρισμα ή ιδιότητα του θεού, αρχίζοντας από τις πιο «χαμηλές» έννοιες-ιδιότητες (λ.χ. ο θεός δεν έχει σώμα) και προχωρώντας στις υψηλότερες (λ.χ. ο θεός δεν είναι παντοδύναμος κτλ., δηλαδή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με καμία έννοια του ανθρώπινου νου, όσο υψηλή κι αν είναι αυτή), με σκοπό να καθάρουμε το πνεύμα μας από κάθε νοητικό προσδιορισμό του Θεού, καταλήγοντας έτσι στο «θείο γνόφο» και «γνωρίζοντας» το Θεό αποκλειστικά μέσα από τη μυστικιστική εμπειρία και κοινωνία μαζί του. Αυτή η διαδικασία, εφ’ όσον ολοκληρωθεί, απαραίτητα καταλήγει στην ταύτιση με το Θεό, στη θέωση.
Τέτιου προσανατολισμού αντιλήψεις διατρέχουν όλη την ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, από την εποχή του Μαξίμου του Ομολογητή που χρησιμοποίησε πρώτος την αποφατική θεολογία των «αρεοπαγιτικών» για λογαριασμό της ορθόδοξης εκκλησίας, μέχρι και τον Νικόλαο Καβάσιλα και το Γρηγόριο Παλαμά και τους επιγόνους τους, αιώνες αργότερα, για να φτάσουμε στην επανάκληση και επαναθεμελίωση αυτών των αντιλήψεων, σε νέα βάση, από τους ρώσους ορθόδοξους θεολόγους και θρησκευτικούς φιλοσόφους του 19ου και του 20ού αιώνα, από τους οποίους τις παρέλαβαν στη δεκαετία του 1960 ορισμένοι Ελληνες θεολόγοι, που, στην πορεία, τις χρησιμοποίησαν για τη θεμελίωση του ρεύματος της «νεοορθοδοξίας» στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου