Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, στην πρώτη παράγραφο του πρώτου άρθρου, καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, διάταξη η οποία δεν μπορεί να αναθεωρηθεί. Πρόκειται για τη διάταξη που υποτίθεται ότι συμπυκνώνει όλη τη «δημοκρατική» υπεροχή του αστικού Συντάγματος και του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι υμνητές της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας λένε στο λαό, που παλεύει ενάντια στην αντεργατική επέλαση του κεφαλαίου, ότι οι νόμοι πρέπει να γίνονται σεβαστοί γιατί ψηφίζονται από ένα σώμα, τη Βουλή, όπου έμμεσα εκπροσωπείται ο κυρίαρχος λαός, εκφράζεται η λαϊκή βούληση και πραγματώνεται η λαϊκή κυριαρχία. Με τα ίδια επιχειρήματα επιδιώκεται η νομιμοποίηση στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων αντεργατικών και αντιλαϊκών νόμων, όπως αυτών που αφορούν τη μείωση μισθών και συντάξεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων κλπ.
Η δημοκρατία όμως, όπως και ο νόμος ή το κράτος, δεν είναι έννοιες ουδέτερες. Δεν υπάρχει «καθαρή» δημοκρατία, αλλά ταξική δημοκρατία. Στον καπιταλισμό η δημοκρατία είναι ο σφετερισμός της εξουσίας από μια μειοψηφία του πληθυσμού, τους κεφαλαιοκράτες, τους αστούς.
Είναι δημοκρατία κεφαλαιοκρατική, δημοκρατία αστική. Είναι δημοκρατία για τους λίγους και δικτατορία για τους πολλούς. Στο σοσιαλισμό, η επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης δεν είναι επίσης «καθαρή» και «ουδέτερη». Είναι δημοκρατία για τους πολλούς και δικτατορία για τους λίγους.
Τα επιχειρήματα για την υποστήριξη της αστικής δημοκρατίας αξιοποιούν την ύπαρξη του γενικού εκλογικού δικαιώματος και του πολυκομματισμού ως στοιχείων που αποδεικνύουν - υποτίθεται - τον «καθαρό», ανεξάρτητο από τάξεις, δημοκρατικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Το γενικό εκλογικό δικαίωμα στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (που δεν παραχωρήθηκε από την αστική τάξη, αλλά κατακτήθηκε με τους αγώνες της εργατικής τάξης) δεν μπορεί να καθορίσει τίποτε περισσότερο από το «ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη Βουλή», με την εξαίρεση των πραγματικών εργατικών και λαϊκών εκπροσώπων, ως αντιπροσωπείας ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που δικαιώνει τον τίτλο του στην πράξη. Ομως η νοθεία του γενικού εκλογικού δικαιώματος πραγματοποιείται μέσω της ιδεολογικής - πολιτικής χειραγώγησης, της ανοικτής ή συγκαλυμμένης απειλής, βίας, εξαγοράς κλπ.
Οσον αφορά τον πολυκομματισμό στα πλαίσια του αστικού συστήματος, εκφράζει επιμέρους διαφορές και αντιθέσεις ανάμεσα στα τμήματα της αστικής τάξης γύρω από ζητήματα διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά και την ανάγκη να εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση. Ετσι συσκοτίζεται ο ταξικός χαρακτήρας τους και η στρατηγική σύμπλευσής τους.
Επίσης, σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθ. 29), οι Ελληνες πολίτες «μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Σύνταγμα και νομοθεσία θέτουν περιορισμούς στη λειτουργία κυρίως ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος, ενώ συνήθως ευνοούν ένα κόμμα με εργατικές ή «αριστερές» αναφορές, που συμβάλλει στην ενσωμάτωση. Περιορισμοί μπαίνουν και από τους ιμπεριαλιστικούς διακρατικούς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα. Ετσι, με σχετικό Κανονισμό της ΕΕ για τη λειτουργία και χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών κομμάτων, τα κόμματα αυτά υποχρεούνται να υποστηρίζουν και να προπαγανδίζουν τις αρχές και τις «αξίες», δηλαδή την ιμπεριαλιστική πολιτική της ΕΕ. Σήμερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όξυνσης της ταξικής πάλης και υπό το φόβο αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας, στο Συμβούλιο της Ευρώπης βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία έγκρισης «Κώδικα καλών πρακτικών» για τη λειτουργία πολιτικών κομμάτων, που προβλέπει την «απαγόρευση ή διάλυση των κομμάτων που συνηγορούν υπέρ της χρήσης βίας ή κάνουν χρήση βίας ως μέσου ανατροπής της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης». Επιβάλλει στα κόμματα να αποδέχονται την πρόσβαση στα προγραμματικά και ιδεολογικά τους ντοκουμέντα, τις εσωκομματικές διαδικασίες και τα οικονομικά τους. Προβλέπει έλεγχο των σχέσεων ενός ευρωπαϊκού κόμματος με αδελφά κόμματα τρίτων χωρών και γνωμοδότηση για το αν είναι συμβατά με την κρατική και διακρατική νομιμότητα.
Ακόμη και η πιο εξελιγμένη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα όρια. Αυτό ανέδειξε ο Β. Ι. Λένιν, υποστηρίζοντας ότι «ακόμη και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή για την καταστολή της εργατικής τάξης από την αστική τάξη, της μάζας των εργαζομένων από μια χούφτα καπιταλιστές»2. Το αστικό Κοινοβούλιο είναι το τρικ με το οποίο η μειοψηφία (καπιταλιστές) μετατρέπεται σε πλειοψηφία μέσω του πολιτικού της προσωπικού. Αν το Κοινοβούλιο εκπροσωπούσε όλη την κοινωνία, τότε μετά τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του εργαζόμενου λαού της Ελλάδας ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα και το Μνημόνιο, θα έπρεπε να πάρει πίσω αμέσως τα μέτρα. Αντίθετα, την ίδια στιγμή, το αστικό Κοινοβούλιο υιοθετούσε, αυθωρί και παραχρήμα, όλη τη λίστα των αιτημάτων του ΣΕΒ, έτσι όπως καταγράφηκαν στην ετήσια γενική του συνέλευση. Αυτό το νιώθουν όλο και περισσότερο οι εργαζόμενοι, όπως συμβαίνει στις σημερινές συνθήκες κρίσης, έστω και αν δεν έχουν αποφασίσει να έρθουν συνολικά σε ρήξη με το αστικό πολιτικό σύστημα, συνεχίζοντας να τρέφουν ελπίδες και αυταπάτες. Ετσι η λαϊκή αντίδραση χειραγωγείται σε αναποτελεσματικές στάσεις (όπως η τάση αποχής από την υποτιθέμενη κορωνίδα της δημοκρατικής νομιμοποίησης, δηλαδή τις εκλογές). Οπως σημείωσε ο Λένιν: «Η συμμετοχή των εργαζομένων μαζών στο αστικό Κοινοβούλιο [...] αποκλείεται με χίλιους δυο φραγμούς και οι εργάτες ξέρουν και νιώθουν θαυμάσια, βλέπουν και αντιλαμβάνονται ότι το αστικό Κοινοβούλιο είναι θεσμός ξένος, όργανο καταπίεσης των προλετάριων από την αστική τάξη, θεσμός της εχθρικής τάξης, της εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας»
Γι' αυτούς τους λόγους είναι δεδομένο ότι η επαναστατική πλειοψηφία μπορεί να διαμορφωθεί μόνο έξω από τους θεσμούς αυτής της δημοκρατίας και μόνο όταν ωριμάζει η αμφισβήτησή τους, γκρεμίζονται οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις για λύσεις προς όφελος του λαού από αυτούς τους θεσμούς, μόνο στο βαθμό που η εργατική τάξη οργανώνεται μέσα στις παραγωγικές μονάδες όχι σε οικονομική βάση αλλά σε πολιτική κατεύθυνση, δηλαδή στην πάλη για τη δική της εξουσία. Μόνο σε τέτοιες συνθήκες υπάρχει πιθανότητα να αποτυπωθούν και εκλογικά οι αλλαγές του συσχετισμού που έχουν ήδη συντελεσθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου