Στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την καπιταλιστική οικονομία της
Γερμανίας προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 1,6% το 2015, δηλαδή
λίγο χαμηλότερα από το 1,8% που εκτιμά η γερμανική κυβέρνηση, ενώ για το
2016 προβλέπει ρυθμούς 1,7%. Αυτή την ανάπτυξη την αποδίδει στην
υποτίμηση του ευρώ και στην πτώση των τιμών του πετρελαίου. Επίσης,
συμβάλλουν η υγιής δημοσιονομική θέση της και η σταθερότητα των
προϋπολογισμών και των νοικοκυριών.
Παρ' όλ' αυτά το ΔΝΤ κάνει
λόγο για κινδύνους για την οικονομία της Γερμανίας. Σύμφωνα με την
έκθεση, οι κίνδυνοι προκύπτουν επειδή η ανάπτυξή της στηρίζεται
υπερβολικά στις εξαγωγές, ενώ δεν ενισχύει τη ζήτηση στο εσωτερικό της.
Γράφει συγκεκριμένα η έκθεση:
«Για τη Γερμανία ο βραχυπρόθεσμος
κίνδυνος είναι ότι η αναταραχή θα επεκταθεί και θα πλήξει την
εμπιστοσύνη. Αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει σε εξασθένιση της ιδιωτικής
κατανάλωσης και σε καθυστέρηση της αναμενόμενης αύξησης των ιδιωτικών
επενδύσεων». Και εκτιμά ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να καταγράφει
μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η έκθεση του ΔΝΤ συνδέει αυτή την
πραγματικότητα με την Ελλάδα. Εκτιμά, για παράδειγμα, ότι η αβεβαιότητα
που έχει δημιουργηθεί με το νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα, μπορεί να
χτυπήσει τη Γερμανία, να χτυπήσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία της και
έτσι δε θα γίνουν επενδύσεις.
Επιδρά η κατάσταση στην Ελλάδα;
Δεν
είναι πρώτη φορά που διεθνείς διακρατικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ ή ο
ΟΟΣΑ, συνδέουν εκτιμήσεις και προβλέψεις τους για την οικονομία της
Ευρωζώνης, ή όπως τώρα της Γερμανίας, με την κατάσταση της οικονομίας
της Ελλάδας. Δεν αντιλέγει κανείς ότι μπορεί πράγματι να επιδρά, αλλά
εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: «Τόσο πολύ ώστε το 2% της οικονομίας
της Ευρωζώνης να επιδρά αρνητικά στη "μέτρια ανάπτυξη" της Γερμανίας;».
Μάλλον αλλού πρέπει να αναζητηθούν οι κίνδυνοι για τη γερμανική
οικονομία.
Βεβαίως, αμέσως μετά τη συμφωνία με την Ελλάδα, όπου
κατέληξε η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης στις 12/7/2015, είδαν το φως
της δημοσιότητας πλήθος εκτιμήσεων ότι η συμφωνία δεν είναι βιώσιμη
επειδή το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Μάλιστα, η ίδια η Κομισιόν
εξέφρασε ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, κινδύνους σταθερότητας
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κρίση από 2% έως και 4% για το 2015
και από 0,5% έως 1,7% για το 2016. Αυτά, με βάση την έκθεση των
υπηρεσιών της Κομισιόν για το ελληνικό αίτημα νέου δανείου από τον ESM.
Η
έκθεση ανέφερε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει επιδεινωθεί
σημαντικά σε σχέση με την έκθεση του Απρίλη του 2014, όταν υπήρχε
εκτίμηση ότι θα ανέλθει στο 125% του ΑΕΠ το 2020 και 112% μέχρι το 2022.
Μιλά επίσης για κινδύνους σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, ο λόγος χρέους προς το
ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 165% το 2020, στο 150% το 2022 και στο
111% το 2030 σύμφωνα με το κυρίαρχο αισιόδοξο σενάριο. Στο απαισιόδοξο
σενάριο, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για 187% το 2020, 176% το 2022 και
142% το 2030. Το ΔΝΤ προέβλεπε το χρέος στα επίπεδα του 200% του ΑΕΠ, το
2017, και του 170% του ΑΕΠ, το 2022. Είναι γνωστή άλλωστε η κόντρα
μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ για την αναδιάρθρωση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο.
Πώς
όμως όλ' αυτά επιδρούν αρνητικά στην οικονομία της Γερμανίας; Οταν
μάλιστα όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν διαβεβαιώσεις ότι ακόμη και
από το Grexit ήταν θωρακισμένη και η Ευρωζώνη και η Γερμανία; Αλλωστε, η
πρόταση για Grexit ήταν της Γερμανίας. Αυτό δε θα κλόνιζε την
εμπιστοσύνη;
Αρνητικοί παράγοντες στην οικονομία
Αλλού
λοιπόν πρέπει να ανιχνεύσουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά
την οικονομία της Γερμανίας. Το ΔΝΤ κάνει λόγο για υπερβολική στήριξη
της ανάπτυξης της οικονομίας της Γερμανίας στις εξαγωγές. Και έτσι
είναι. Μάλιστα, η μεγάλη της αγορά είναι η ίδια η Ευρωζώνη, αλλά και οι
ΗΠΑ και βεβαίως μετά η Κίνα. Αλλά η στήριξη μιας καπιταλιστικής
οικονομίας μόνο στις εξαγωγές έχει το κίνδυνο ότι εξαρτάται από την
πορεία των οικονομιών στις οποίες εξάγει. Αρα, αν μειώνονται για
διάφορους λόγους οι εισαγωγές αυτών των κρατών, τότε μειώνονται και οι
εξαγωγές της Γερμανίας. Αυτό το ζήτημα έχει άμεση σχέση με την πορεία
των άλλων καπιταλιστικών οικονομιών. Και έχουμε στη μεν Ευρωζώνη
στασιμότητα, στις δε ΗΠΑ - Κίνα επιβράδυνση. Επομένως, δεν μπορεί σ'
αυτές τις συνθήκες να προκύψουν μεγάλοι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης
στη Γερμανία μόνο από τις εξαγωγές.
Υπάρχει ένας δεύτερος διπλός
παράγοντας, ο οποίος μάλιστα εκτιμάται ως θετικός για την ανάπτυξη, το
υποτιμημένο ευρώ και το φτηνό πετρέλαιο. Αλλά ούτε σ' αυτόν μπορεί να
στηριχτεί μια οικονομία για μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Γιατί το φτηνό
ευρώ ευνοεί μεν τις εξαγωγές αλλά όμως δυσκολεύει τις εισαγωγές από
χώρες της Ευρωζώνης στις οποίες κατευθύνεται ένα μεγάλο κομμάτι των
γερμανικών εξαγωγών. Ευνοεί επίσης την εσωτερική ζήτηση, την εσωτερική
κατανάλωση στην ίδια τη Γερμανία, αλλά εκτιμάται ότι αυτή δεν αυξάνεται.
Πράγματι, μπορεί το φτηνό (υποτιμημένο) ευρώ να συμβάλλει στη μείωση
των τιμών των γερμανικών εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Γερμανίας, αλλά
ταυτόχρονα μειώνει και την αγοραστική αξία των μισθών. Επίσης, αυτό
δυσκολεύει την εισαγωγή εμπορευμάτων που δεν είναι μόνο προϊόντα λαϊκής
κατανάλωσης αλλά και πρώτες ύλες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται
προβλήματα στην παραγωγή.
Οσο για το φτηνό πετρέλαιο, μπορεί να
επιδρά επίσης στη μείωση των τιμών των παραγόμενων εμπορευμάτων αλλά ως
παράγοντας ανάπτυξης είναι ασταθής γιατί οι τιμές κυμαίνονται, δηλαδή
μπορεί και να αυξάνονται. Επίσης, δεν είναι σίγουρο ότι οι
επιχειρηματικοί όμιλοι τη μείωση των τιμών πετρελαίου την «περνάνε» στη
μείωση τιμών των εμπορευμάτων, αφού είναι ένας παράγοντας (αν δε
μειώσουν την τιμή που πουλάνε τα εμπορεύματα) να αυξάνουν τα κέρδη τους.
Υπάρχει
ένας τρίτος παράγοντας τον οποίο επισημαίνουν, η εσωτερική ιδιωτική
κατανάλωση. Για τα λαϊκά νοικοκυριά, αυτό σημαίνει δυνατότητα να
ικανοποιούν τις ανάγκες τους, αλλά το εργατικό εισόδημα, γενικότερα το
λαϊκό εισόδημα δεν το επιτρέπει. Αλλωστε, οι αντεργατικές αναδιαρθρώσεις
που ξεκίνησαν από το 2004, αλλά και η μείωση μισθών με τις
επιχειρησιακές συμβάσεις που εξαπλώθηκαν την περίοδο της κρίσης, όπως
και η γιγάντωση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, αυξάνουν το ποσοστό
κέρδους των επιχειρηματικών ομίλων αλλά μειώνουν την κατανάλωση.
Αξεπέραστη αντίφαση του καπιταλισμού. Οπου κάθε καπιταλιστής θέλει
φτηνούς εργάτες για τη δική του επιχείρηση ώστε να μεγαλώνουν τα κέρδη
του και μεγάλους μισθούς στις άλλες για να μπορεί να πουλά και να
αυξάνει τους τζίρους του. Ολοι αυτό θέλουν αλλά στο τέλος επικρατούν
λόγω ανταγωνισμού οι μικροί μισθοί και μειώνεται η εσωτερική ζήτηση και
κατανάλωση. Είναι συνέπεια της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής.
Τέλος,
επισημαίνεται η δυσκολία στις επενδύσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Πράγματι, το πέρασμα στη φάση της ανάκαμψης απαιτεί αύξηση των
επενδύσεων. Βεβαίως, για να γίνουν χρειάζονται δύο βασικοί παράγοντες:
Αγορές για να πουλιούνται εμπορεύματα και κρατικές επενδύσεις είτε σε
υποδομές για το κεφάλαιο είτε και άμεσης ενίσχυσης στους
επιχειρηματικούς ομίλους. Η Γερμανία έχει πλεόνασμα, άρα έχει μπόλικο
κρατικό χρήμα, παρ' όλ' αυτά δεν διαθέτει για επενδύσεις. Αυτό φρενάρει
και τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επενδύσεις. Δεν ενισχύει επίσης την
εσωτερική ζήτηση, ενώ οι εξαγωγές όχι μόνο δεν αυξάνονται αλλά
κινδυνεύουν με μείωση.
Απ' όλα τα προηγούμενα γίνεται κατανοητό
ότι οι απειλές στις προοπτικές της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας,
οι αιτίες των μεσαίων και όχι μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης προκύπτουν μέσα
από την αντιφατική επίδραση που ασκούν μέτρα δημοσιονομικής και
διαχειριστικής πολιτικής που προσπαθώντας να λύσουν μια πλευρά των
εγγενών αντιφάσεων του συστήματος ενισχύουν μια άλλη.
Οι λαοί πληρώνουν τη νύφη
Αυτή
η πραγματικότητα που περιγράφουμε έως τώρα είναι που γεννά τους
παράγοντες για τη «μέτρια ανάπτυξη» στη Γερμανία. Που συμβάλλει, με
δεδομένη τη στασιμότητα σε Γαλλία - Ιταλία και τα τεράστια χρέη τους, σε
δυσκολίες στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης. Ισως η κατάσταση της οικονομίας
της Γερμανίας να είναι ένας από τους λόγους της οξύτατης αντιπαράθεσης
με τη Γαλλία.
Βεβαίως, όπως και να εξελιχθεί η κατάσταση στην
οικονομία της Γερμανίας και της Ευρωζώνης, με στασιμότητα, κρίση ή
ανάκαμψη, η εργατική τάξη, οι λαοί θα ζουν σε φτώχεια με μισθούς που δε
θα μπορούν να ικανοποιούν στοιχειώδεις ανάγκες τους, σε ανεργία και
εξαθλίωση.
Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου