Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ομιλία (κείμενο) της Αλέκας Παπαρήγα στη Βουλή , 24/1/1994 , για το σκοπιανό.


Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ , θα ανεβάσει, σε δύο μέρη  την προημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για το σκοπιανό, που έγινε στις 24 Ιανουαρίου του 1994.
Στο πρώτο μέρος δημοσιεύεται η ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα καθ'ως κλαι η δευτερολογία της.
Στο δεύτερο μέρος, όλα τα πρακτικά με τις ομιλίες των υπολοίπων αρχηγών, Παπαπανδρέου, Έβερτ καθώς και Μητσοτάκη , Σαμαρά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Απόστολος Κακλαμάνης): Η Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, κα Παπαρήγα, έχει το λόγο.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ (Γενική Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.): Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Βουλευτές, τις τελευταίες μέρες είχαν φανεί κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι η σημερινή συνεδρίαση της Βουλής μπορούσε να οδηγήσει άμεσα ή σε μια κοντινή προοπτική, σε έναν αναπροσανατολισμό της πολιτικής της Κυβέρνησης, αλλά και των άλλων Κομμάτων, όσον αφορά το θέμα των σχέσεων με τη γειτονική δημοκρατία.

Κατά τη γνώμη μου, ύστερα από τη συζήτηση που έγινε από την πλευρά και του Πρωθυπουργού και των Αρχηγών των άλλων Κομμάτων, εξέλιπε, κυριολεκτικά, κάθε ελπίδα.

Και πραγματικά αναρωτιέται κανείς. Έγινε πολύ μεγάλη φασαρία για να γίνει η συζήτηση στη Βουλή -και σωστά, γιατί στη Βουλή κυρίως πρέπει να συζητούνται τέτοια ζητήματα, μπροστά στον Ελληνικό Λαό- αλλά για ποιό σκοπό;

Για να επαναληφθεί αυτό που έγινε δύο φορές τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια των συσκέψεων των κομμάτων με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας...

(Θόρυβος στην Αίθουσα)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Απόστολος Κακλαμάνης): Παρακαλώ να καθίσετε στις θέσεις σας, όσοι δεν πρόκειται να φύγετε από την Αίθουσα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ (Γενική Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.):...όπου όλα τα κόμματα στις 13 Απριλίου 1992 και στις 14 Ιουνίου 1992,πλην βεβαίως του ΚΚΕ, υπέγραψαν, συνυπέγραψαν και νομιμοποίησαν μια λαθεμένη και αδιέξοδη πολιτική, που το αδιέξοδο, τουλάχιστον, το αναγνώρισαν και οι προλαλήσαντες.

Η διαφορά είναι μικρή. Τότε κυβέρνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία. Προσπαθούσε να είναι πιο ευέλικτη, ενώ φαινομενικά ήταν αδιάλλακτη η τότε αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός. Σήμερα που Κυβέρνηση είναι το ΠΑΣΟΚ, προσπαθεί να δείξει μια μεγαλύτερη ευελιξία και φαινομενικά αδιάλλακτη είναι η Νέα Δημοκρατία και η Πολιτική Άνοιξη. Απλώς άλλαξε ένα κόμμα και στη θέση, αντί του Συνασπισμού, βρίσκεται η Πολιτική Άνοιξη.

Ομολογώ ότι δεν περίμενα, τουλάχιστον, εγώ, επειδή μιλάω από αυτό το Βήμα, ότι θα είχαμε μια τέτοια ομιλία από την πλευρά του Πρωθυπουργού και μόνο με το γεγονός ότι κράτησε 15 λεπτά.
Νομίζω, ότι ο Πρωθυπουργός μίλησε από αυτό το Βήμα, όχι σαν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σαν Πρωθυπουργός της Ελλάδας και μάλιστα, έχοντας πάρει το κόμμα του με εκλογές ένα σημαντικό ποσοστό.

Περιοριστικά αναφέρθηκε στο τι σκοπεύει να κάνει η Κυβέρνηση, όσον αφορά τις σχέσεις με τη γειτονική Δημοκρατία. Κουβέντα δεν είπε ο Πρωθυπουργός για τον πόλεμο που συνεχίζεται στα Βαλκάνια και για το γεγονός ότι είναι ορατός ο κίνδυνος, είτε στο άμεσο, είτε στο κοντινό μέλλον, εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτό τον πόλεμο. Γιατί δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας σε αυτή τη Βουλή που να πιστεύει ότι μπορεί ο πόλεμος να συνεχίζεται στα Βαλκάνια και να γενικευθεί -και δεν αποκλείστηκε ο κίνδυνος γενίκευσης- και η Ελλάδα να μένει αμέτοχη και να μην εμπλακεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτόν τον πόλεμο. Και από αυτήν την άποψη, θέλω να υπογραμμίσω ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί ο Πρωθυπουργός απέφυγε να τοποθετηθεί σε αυτό το ζήτημα, κυριολεκτικά. Φαινομενικά, τουλάχιστον, το ξέχασε.

Ο πόλεμος στη Βοσνία συνεχίζεται. Το πρόβλημα των Σκοπίων, δεν είναι άσχετο με το συνεχιζόμενο πόλεμο. Και όλοι παραδεχόμαστε ότι το θέμα "Σκόπια" συνιστά μία εστία που μπορεί πραγματικά να πυροδοτήσει τη γενίκευση του πολέμου και θα εμπλακεί η Ελλάδα.

Ήδη χθες, εάν δεν κάνω λάθος, το πολύ να ήταν προχθές, ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Μπούτρος Γκάλι δήλωσε ότι έχει έτοιμη την εντολή επέμβασης στην περιοχή της Βοσνίας και αυτή την εντολή θα την δώσει μόλις ολοκληρώσει την πρότασή του, ο ειδικός σύμβουλός του για τα θέματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, Ακάζι. Και σε αυτή τη Βουλή δεν ακούστηκε η παραμικρή νύξη ή τοποθέτηση γι’ αυτό το ζήτημα.

Και εμείς ρωτάμε: Η Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά και τα άλλα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και η Πολιτική Άνοιξη, σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης και από αέρος και ενδεχόμενα από ξηράς στην περιοχή της Βοσνίας, τι θα κάνουν; Θα δεχθούν την εμπλοκή της Ελλάδας;

Σας θυμίζω ότι υπάρχει ένα φωτεινό διάλειμμα στην προηγούμενη περίοδο. Η συμφωνία όλων των κομμάτων κατά τη διάρκεια της σύσκεψης υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όπου όλοι συμφωνήσαμε ότι πρέπει να καταδικασθεί η στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή της Γιουγκοσλαβίας. Και όλοι συμφωνήσαμε τότε και βάλαμε την υπογραφή μας -και τότε δεν ήταν πλην ΚΚΕ, ήταν και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας που υπέγραψε αυτό το κείμενο- ότι σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης η Ελλάδα δεν θα πάρει μέρος, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα.

Και ρωτάω την Κυβέρνηση: Θα σεβασθεί την υπογραφή που έβαλε τότε ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου; Θα την σεβαστούν και τα άλλα κόμματα; Πολύ φοβόμαστε ότι αυτή η συμφωνία ήδη έχει πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Και είναι θέμα για συζήτηση σήμερα. Δεν μπορούμε να το παρακάμψουμε. Και πολύ φοβάμαι ότι μπήκε στο καλάθι των αχρήστων και γιατί δεν υπήρχε ανανέωση της υπόσχεσης και της συμφωνίας, αλλά και γιατί μεσολάβησε ένα μεγάλο γεγονός, που, επίσης, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και έχει σχέση με το συζητούμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης σήμερα.

(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Α’ Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΚΡΗΤΙΚΟΣ)
Είναι η πραγματοποιηθείσα τελευταία σύνοδος του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες η οποία νομιμοποίησε τη νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιείτο στην πράξη, και νομιμοποιήθηκε τώρα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κυβερνήσεων και της ελληνικής βεβαίως. Και σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική του ΝΑΤΟ η Ελλάδα εμπλέκεται και άμεσα και έμμεσα στον κίνδυνο πολέμου στα Βαλκάνια και μάλιστα χωρίς καμία προστασία, αν λόγω της εμπλοκής της απειληθεί η ίδια.

Όταν εμείς δεν υπογράφαμε τα κοινά ανακοινωθέντα με τα άλλα κόμματα και δεν παίρναμε μέρος στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, δεν το κάναμε βεβαίως, γιατί είμαστε λιγότερο πατριώτες απ’ όλους τους άλλους. Δεν βάζαμε την υπογραφή μας για δύο λόγους: Είχαμε διαφωνία από θέση αρχών για την εξωτερική πολιτική της τότε Κυβέρνησης, αλλά και για τις θέσεις των άλλων κομμάτων. Βλέπαμε όμως το ζήτημα και από τη σκοπιά του ρεαλισμού, διότι από τότε ήταν γνωστό ότι τα πράγματα θα έφθαναν στο σημερινό αδιέξοδο, που όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει.

Και πρέπει να πω υπεύθυνα απ’ αυτό το Βήμα ότι ήταν γνωστό προς τα που θα πάει η κατάσταση ήδη από τον Απρίλιο του 1992. Από τότε ήταν γνωστό σε όλα τα κόμματα ότι η Ελλάδα απλώς είχε μία πίστωση χρόνου μέχρι το Δεκέμβριο του 1992, για να διευθετήσει τις διαφορές της με τη γειτονική δημοκρατία. Ήταν γνωστό ότι θα ακολουθήσουν οι ομαδικές αναγνωρίσεις ιδιαίτερα ύστερα από τις αμερικανικές εκλογές. Δεν ήταν γνωστό χρονικά, πότε επίσημα θα γίνουν οι αναγνωρίσεις. Και παρά το γεγονός ότι όλα τα κόμματα εγνώριζαν αυτές τις εξελίξεις και τις γνωρίζανε διότι είχαν ειπωθεί από τους λεγόμενους εταίρους, εν τούτοις υπήρχαν τα κοινά ανακοινωθέντα, υπήρχαν οι προσκλήσεις για συλλαλητήρια και πάνω απ’ όλα υπήρχε ο εμπαιγμός του Ελληνικού Λαού για περήφανες νίκες, για στρατηγικές με κατάληξη τη συμφωνία με τη γειτονική δημοκρατία, χωρίς το όνομα.

Και βάζω το εξής ερώτημα: Όταν πριν από δύο χρόνια ήταν γνωστές αυτές οι εξελίξεις και πραγματικά επιβεβαιώθηκαν, τι κάνει σήμερα την Ελληνική Κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα να πιστεύουν ότι η συνέχιση της αδιέξοδης και μη ρεαλιστικής πολιτικής θα έχει διαφορετικό αποτέλεσμα; Θα ήθελα να βάλω το πολύ απλό και καθόλου απλοϊκό επιχείρημα: Η κυβέρνηση του Γκλιγκόρωφ δεν υπαναχώρησε στο θέμα του ονόματος και δεν έδωσε τις πολύ δίκαιες εγγυήσεις που ζητά η Ελλάδα, όλα τα κόμματα και ο Ελληνικός Λαός, όταν δεν είχε τις επίσημες αναγνωρίσεις από τις χώρες-μέλη της ΕΟΚ και από μία σειρά άλλες χώρες σε διεθνές επίπεδο. Δεν υπαναχώρησε παρά το γεγονός ότι ζούσε αυτή η Χώρα τις συνέπειες των μη σχέσεων με την Ελλάδα και των διάφορων αποκλεισμών. Τι είναι αυτό που κάνει την ελληνική Κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα να πιστεύουν ότι τώρα θα υποχωρήσει η γειτονική κυβέρνηση, όταν έχει στα χέρια της μία σειρά αναγνωρίσεις και όταν ήδη συζητιόνται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέματα οικονομικής της ενίσχυσης. Τι είναι αυτό που θα την κάνει να υπαναχωρήσει τώρα; Εδώ κανένα επιχείρημα δεν ακούστηκε.

Αντίθετα από χειρότερες θέσεις τώρα η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διεκδικήσει τις εγγυήσεις που δίκαια ζητά. Πριν δύο χρόνια ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Τώρα η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να αναπροσανατολίσει την πολιτική της και να διεκδικήσει αυτές τις εγγυήσεις. Και κατά τη γνώμη μας υπάρχουν περιθώρια, εάν αλλάξει η εξωτερική πολιτική της Κυβέρνησης σ’ αυτό το ζήτημα, να διεκδικηθούν αυτές οι εγγυήσεις. Δεν ξέρω αν η Ελληνική Κυβέρνηση είναι αισιόδοξη και μόνο από το γεγονός ότι ασκεί το ρόλο της Προεδρίας, ότι ίσως απ’ αυτή τη θέση μπορεί να διεκδικήσει την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας ως προς τις εγγυήσεις, διότι όπως ξέρετε εμείς δεν συμφωνούμε με την πολιτική της ονοματολογίας. Όμως ήδη υπάρχουν μια σειρά γεγονότα που επιβεβαιώνουν τη θέση του ΚΚΕ ότι η ελληνική Κυβέρνηση απλώς ασκεί μια διαχειριστική προεδρία. Άλλωστε οι ισχυροί ηγεμόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν στις μικρότερες χώρες να ασκήσουν από ουσιαστικές θέσεις την Προεδρία.

Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέσα σε λίγες μέρες δύο φορές παρακάμφθηκε επίσημα η ελληνική Προεδρία και με την τριμερή συνάντηση της Μεγάλης Βρετανίας, της Γερμανίας με την Τουρκία, αλλά και με τη γαλλογερμανική πρωτοβουλία ειρήνευσης στην περιοχή της Βοσνίας χωρίς να ερωτηθεί ή να υπάρχει συνεννόηση με την Ελληνική Προεδρία.

Κατά τη γνώμη μας, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Είναι προτιμότερο που η σημερινή συζήτηση διεξάγεται μέσα σε αυτή την Αίθουσα και δεν πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γιατί τουλάχιστον δίνεται η δυνατότητα στον Ελληνικό Λαό όσο μπορεί να πληροφορηθεί τις θέσεις των κομμάτων, διότι κατά τη διάρκεια των συσκέψεων με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πολλά πράγματα έμεναν στο παρασκήνιο και μένουν ακόμα όσο δεν δημοσιεύονται τα πρακτικά.

Το Κ.Κ.Ε. χάραξε την πολιτική του στα θέματα των σχέσεων με τη γειτονική δημοκρατία, παίρνοντας υπόψη ότι το πρόβλημα που εμφανίσθηκε δεν ήταν πρωτογενές αλλά ήταν παράγωγο, δευτερογενές και στοιχείο της γενικότερης βαλκανικής κρίσης. Και κατά τη γνώμη μας θα συνεχίζεται η αδιέξοδη και λαθεμένη πολιτική, πολιτική επικίνδυνη να εμπλέξει την Ελλάδα σε περιπέτειες είτε τώρα είτε στο μέλλον. Θα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση όσο δεν υπάρχει σαφής και ξεκάθαρη τοποθέτηση για τη βαλκανική κρίση, γιατί γίνεται σήμερα ο πόλεμος στα Βαλκάνια, γιατί συνεχίζεται, γιατί η προοπτική επίλυσης της βαλκανικής κρίσης είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Θα ήθελα και από αυτό το Βήμα να επαναλάβω για άλλη μια φορά την πολύ γνωστή μας θέση: Η απαρχή του προβλήματος βρίσκεται στην αλλαγή, στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στο βαλκανικό χώρο μετά το 1989, στην ανατροπή των πολιτικών καθεστώτων που υπήρχαν ως εκείνη την περίοδο, που έδωσαν τη δυνατότητα σε μία ανοικτή επέμβαση από την πλευρά ηγετικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά πρώτον λόγο της Γερμανίας, για τη διανομή της λείας, για τη διανομή των αγορών, την πάλη για κυριαρχία.

Τα Βαλκάνια και η βαλκανική επέμβαση ήταν το δεύτερο πείραμα που πραγματοποιήθηκε ύστερα από τον Περσικό κόλπο και την αμερικάνικη επιδρομή με πρόσχημα την απελευθέρωση των εδαφών του Κουβέιτ. Ήταν το δεύτερο πείραμα για να υλοποιηθεί στην πράξη η νέα τάξη πραγμάτων, η πολιτική του διαίρει και βασίλευε, η πολιτική της διανομής των χωρών της γης ανάμεσα στους μεγάλους. Ήταν το δεύτερο πείραμα που δοκιμάσθηκε με επιτυχία για την ανασυγκρότηση και την αναδόμηση του ρόλου του ΝΑΤΟ και την εγκατάλειψη κάποιων περιορισμών που υπήρχαν στο καταστατικό του ΝΑΤΟ να μη μπορεί να δράσει εκτός γεωγραφικών ορίων. Πρώτη φορά η προσπάθεια έγινε στον Περσικό, δεύτερη στα Βαλκάνια και από κει και πέρα ήλθε η νομιμοποίηση αυτής της πολιτικής, τελευταία στις Βρυξέλλες.

Αυτήν την πολιτική του διαίρει και βασίλευε, κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν την κατήγγειλε. Και σήμερα πανηγυρικά επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι, συμβιβασμός δεν είναι η μη πρόταξη του θέματος του ονόματος. Συμβιβασμός δεν είναι να ζητάς από τη γειτονική δημοκρατία να σου δώσει εγγυήσεις, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το θέμα του ονόματος που δεν αποτελεί από μόνο του απειλή στο βαθμό που έχει η γεωγραφική έννοια. Αυτό δεν είναι συμβιβασμός. Συμβιβασμός είναι να μην έχεις την τόλμη, τη θέληση, να καταγγείλεις αυτούς που υποκίνησαν τον πόλεμο στα Βαλκάνια, αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την πυροδότηση των εθνικισμών και των σωβινισμών.

Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά και από την προηγούμενη Κυβέρνηση και από τη σημερινή που ακούσαμε, ότι ο πόλεμος στα Βαλκάνια οφείλεται σε εθνικά πάθη.

Για άλλη μια φορά δηλαδή φορτώνονται στους λαούς οι ευθύνες ενός εμφύλιου και παρατεταμένου πολέμου που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη και εξακολουθεί να συνεπάγεται τον κίνδυνο γενίκευσης.

Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι στη σημερινή φλεγόμενη περιοχή της Βοσνίας, έως πριν λίγα χρόνια ζούσαν 3 εκατομμύρια μεικτές οικογένειες και καμιά διαφορά καταγωγής ή θρησκείας ή πολιτισμού δεν έφθανε για να οδηγήσει στον εμφύλιο. Και δεν θα υπήρχε αυτή η ανάφλεξη, εάν δεν υπήρχε η ανοικτή επέμβαση.

Θεωρούμε υποχρέωσή μας να θυμίσουμε ορισμένα γεγονότα, γιατί αυτά δεν πρέπει να ξεχνιόνται. Όσο ξεχνιόνται δεν θα αναζητείται και η σωστή διέξοδος στα προβλήματα. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η Γερμανία είναι αυτή που έκοψε τα νήματα που ένωναν τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Έκοψε τα νήματα όχι τη στιγμή που αναγνώρισε την Κροατία και τη Σλοβενία, αλλά πολύ πιο πριν. Δύο χρόνια ετοίμαζε η Γερμανία τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Αυτό έγινε με την ανοχή, τη συνενοχή και των λεγόμενων εταίρων της ΕΟΚ.

Έδωσε πλήρη ηθική και πολιτική υποστήριξη η Γερμανία και όχι μόνο. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι διέπραξε ένα έγκλημα το οποίο τότε πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων. Και εδώ είναι η ευθύνη και ενός μεγάλου μέρους του δημοσιογραφικού κόσμου. Η Γερμανία εξόπλισε την Κροατία και τη Σλοβενία, πούλησε τον οπλισμό που πήρε από τις αποθήκες της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και εκείνη τη στιγμή γινόταν ένα νέο έγκλημα. Η Γερμανία παραβίαζε τις μεταπολεμικές συνθήκες που της απαγόρευαν να πουλάει οπλισμό. Πούλησε τα όπλα σ’ αυτές τις χώρες, εξόπλισε ομάδες, έστειλε μισθοφόρους και από κει και πέρα ήταν εύκολο μέσα σε συνθήκες αμηχανίας και σύγχυσης να προκληθεί ο πόλεμος.

Ενίσχυσε τα ναζιστικά στοιχεία. Και ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι στην Κροατία και στη Σλοβενία προσκλήθηκαν και επέστρεψαν από την Αυστραλία, από την Ουραγουάη και από την Παραγουάη, άνθρωποι οι οποίοι είχαν συμπράξει με το ναζισμό και είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα, σκοτώνοντας εκείνη την περίοδο, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους συμπατριώτες τους που πάλευαν εναντίον του γερμανικού ναζισμού και της κατοχής. Όλα αυτά τα στοιχεία επέστρεψαν σ’ αυτές τις χώρες και πυροδότησαν τον εθνικισμό και το σωβινισμό.

Δεν θέλω να σταθώ αναλυτικά σε μια σειρά άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι δεν είναι τα εθνικά πάθη που οδήγησαν στο βαλκανικό πόλεμο, αλλά είναι η εξωτερική επέμβαση. Πρέπει για άλλη μια φορά να γίνει μνεία -και έπρεπε να γίνει σ’ αυτή την Αίθουσα μνεία- για τις μονόπλευρες κυρώσεις σε βάρος της Σερβίας, για το στρατιωτικό αποκλεισμό που επιβλήθηκε με την ταμπέλα του ΟΗΕ, για την αμερικάνικη υποκρισία της δήθεν ανθρωπιστικής βοήθειας και για τη χρησιμοποίηση των ειρηνευτικών δυνάμεων σαν αγωγών για να διοχετεύονται σ’ αυτές τις περιοχές και όπλα και ναρκωτικά. Και μια σειρά

άλλα κυκλώματα ύποπτα συνόδευαν αυτές τις δήθεν ανθρωπιστικές και ειρηνευτικές αποστολές, μαυραγορίτες, για να φθάσει όλη αυτή η κατάσταση σήμερα στη Βοσνία, στο Σεράγεβο.

Και βεβαίως, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπήκαν βέβαια στην πρώτη φάση, στη λογική της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, όχι γιατί ήταν ανθρωπιστές, ή ήθελαν την ενιαία Γιουγκοσλαβία, αλλά φοβόντουσαν τη γερμανική επεκτατική προσπάθεια. Όταν, όμως, είδαν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν μία πραγματικότητα, μπήκαν σ’ αυτή τη λογική και τότε προσπάθησαν να δημιουργήσουν μία ιδιαίτερα προκλητική και επικίνδυνη κατάσταση στην περιοχή, χωρίζοντας τις χώρες των Βαλκανίων σε χώρες του γερμανικού και του αμερικάνικου άξονα. Αποκορύφωμα και σε κρίσιμη στιγμή, ήταν η μεταφορά 300 Αμερικανών στρατιωτών στα Σκόπια που τότε καταδίκασε και ο κ. Βαρβιτσιώτης για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας, κατήγγειλε και η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και σήμερα δεν γίνεται καμία κουβέντα για τους 300 Αμερικανούς στρατιώτες που ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι η παρουσία τους εκεί ήταν η αρχή για τη διαμόρφωση του αμερικάνικου άξονα. Ήταν και είναι μια παρουσία που σε καμιά περίπτωση δεν προστατεύει την ειρήνη. Αντίθετα, αν χρειαστεί, θα χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς.

Αν κάνουμε αυτήν την αναδρομή, είναι γιατί σήμερα φάνηκε πολύ καθαρά ότι αποσιωπούνται όλα αυτά τα γεγονότα και όχι μόνο αποσιωπούνται, αλλά στην ουσία όλα τα κόμματα που μίλησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα επιβραβεύουν και με την πολιτική που προτείνουν απέναντι στα Σκόπια, δείχνουν τον εξής δρόμο: Ότι είναι διατεθειμένα να ανεχθούν την πολιτική του διαίρει και βασίλευε στα Βαλκάνια και με αυτή την έννοια είναι διατεθειμένα εξ αντικειμένου να αφήσουν την Ελλάδα να βρίσκεται σε πάρα πολύ μεγάλο κίνδυνο, διότι όσο συνεχίζεται ο πόλεμος -για άλλη μία φορά το λέμε- η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει απείραχτη. Και σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική που προτείνουν, για την αντιμετώπιση του θέματος με τη γειτονική δημοκρατία, είναι μία πολιτική, που στην ουσία θα χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα, για να εμπλακεί η Ελλάδα σε έναν τέτοιο πόλεμο ή και ακόμα για να γίνει στόχος και επίθεσης.

Πρέπει να πω ότι εμείς σε καμία περίπτωση στο ζήτημα αυτό δεν θέλουμε να επιβεβαιωθούμε. Δυστυχώς ως τώρα επιβεβαιωθήκαμε. Και δεν θέλουμε να επιβεβαιωθούμε, γιατί εδώ πρόκειται για τη φωτιά του πολέμου και καλύτερα να μην επιβεβαιωθούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Όμως, πριν είναι αργά, για άλλη μιά φορά καλούμε την Κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα να αλλάξουν πολιτική σ’ αυτό το ζήτημα. Αν δεν αλλάξει η πολιτική, εμείς για άλλη μια φορά θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι οι κίνδυνοι θα είναι πολύ μεγάλοι και το ζήτημα δεν είναι το πολιτικό κόστος, που θα έχουν τα άλλα κόμματα, αλλά το ζήτημα είναι ότι ο Ελληνικός Λαός θα είναι το μεγάλο θύμα.

Πριν προχωρήσουμε στις προτάσεις μας, για το τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα -γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις, παρά το γεγονός ότι για άλλη μιά φορά φαίνεται ότι γίνεται σε ώτα μή ακουόντων- θέλω να βάλω το εξής ερώτημα:

Γιατί άραγε συνεχίζεται η σημερινή αδιέξοδη και άκρως επικίνδυνη πολιτική; Γιατί, έστω την ύστατη ώρα, δεν γίνεται ένας αναπροσανατολισμός, έστω και στο συγκεκριμένο ζήτημα των σχέσεων με τη γειτονική δημοκρατία, γιατί βεβαίως αλλαγή εξωτερικής πολιτικής δεν φαίνεται ότι υπάρχει ελπίδα να γίνει, γιατί δεν αλλάζει η πολιτική.
 
(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ)

Είναι φανερό ότι αυτή η πολιτική -που ακολούθησε και η Νέα Δημοκρατία πριν και το ΠΑΣΟΚ σήμερα, πολιτική που υπερασπίστηκε και ο Συνασπισμός, όταν ήταν στη Βουλή και η Πολιτική Άνοιξη σήμερα- αποτελεί γενικότερη στρατηγική επιλογή εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα.

Σήμερα, δηλαδή, η πολιτική ηγεσία του Τόπου, όλα τα κόμματα πλην του ΚΚΕ, είναι αποφασισμένα να συμμορφώνονται πλήρως με την πολιτική των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαφορές είναι δευτερότερες. Άλλος κοιτάζει πιο πολύ προς το γερμανικό άξονα, άλλος κοιτάζει πιο πολύ προς τον αμερικάνικο, αλλά αυτές οι διαφορές είναι δευτερότερης σημασίας, δεδομένου ότι οι δυνάμεις αυτές συμφωνούν απόλυτα στην πολιτική της νέας τάξης πραγμάτων, στην πολιτική της διανομής, στην πολιτική της δημιουργίας μικρών αδύναμων δορυφορικών κρατών.

Βεβαίως, μπορεί να μας ειπωθεί το εξής επιχείρημα: Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αντίσταση σ’ αυτή την πολιτική, γιατί η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και δεν έχει άλλη επιλογή.

Απορρίπτουμε ριζικά αυτήν την πολιτική και είναι φανερό ότι την απορρίπτουμε, όχι για λόγους γενικούς ιδεολογικούς, αλλά μπορεί κανείς να την απορρίψει και μόνο αν βγάλει συγκεκριμένα συμπεράσματα από την ελληνική και την παγκόσμια ιστορία. Πρώτα-πρώτα, αν μέναμε σ’ αυτή τη λογική, ότι "η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα, άρα πρέπει να υποτάσσεται στους μεγάλους και ισχυρούς", νομίζω ότι ακόμα η Ελλάδα, αλλά και τα Βαλκάνια θα ήταν κάτω ακόμα από ρωμαϊκή κατοχή ή και από οθωμανική κατοχή. Δεν θα υπήρχαν τα μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, που πρωτοστάτησε βεβαίως και ο Ελληνικός Λαός, διότι η λογική της υποταγής στους μεγάλους και ισχυρούς είναι μία πολιτική απεμπόλησης της εθνικής ανεξαρτησίας, πολιτική απεμπόλησης του δικαιώματος η Ελλάδα να έχει σταθερά και μόνιμα σύνορα, είναι πολιτική υποταγής και εκχώρησης πια δικαιωμάτων ύπαρξης του Ελληνικού Λαού, είναι πολιτική, η οποία οδηγεί πια λαούς, όχι απλώς να χάνουν την εθνική τους ανεξαρτησία, αλλά να μην μπορούν να αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον και για τις ίδιες τους τις τύχες.

Δεύτερον, πέρα απ’ αυτήν την πολιτική του ραγιαδισμού και της υποταγής, πιστεύουμε ότι υπήρχε και ένα άλλο στοιχείο στη πολιτική και της προηγούμενης κυβέρνησης και της σημερινής. Υπήρχε μια πολιτική θα έλεγα, μυωπίας και αφέλειας ίσως. Είναι φανερό ότι και η Νέα Δημοκρατία και το

ΠΑΣΟΚ, πίστευαν -και δυστυχώς πιστεύουν και σήμερα και το ίδιο βεβαίως εξακολουθούν να πιστεύουν και τα άλλα κόμματα της Αντιπολίτευσης- ότι εάν η Ελλάδα μπει στη λογική του δορυφόρου των μεγάλων δυνάμεων, κάποιο κομμάτι από τη λεία θα πάρει, είτε πολιτικό και ηθικό, είτε ακόμα και εδαφικό. Και μη ξενίζει που λέμε "και εδαφικό", διότι τέτοιοι θύλακες τέτοιων απόψεων υπάρχουν, δυστυχώς, σε όλα τα κόμματα, έστω και αν δεν ομολογείται επίσημα από το Βήμα της Βουλής, ή και από επίσημα βήματα. Υπάρχει, δηλαδή, η αυταπάτη ότι μπορεί η Ελλάδα κάτι να κερδίσει συμμετέχοντας σ’ αυτό το πολιτικό παιχνίδι. Όμως, αυτή η πολιτική είναι πραγματικά λαθεμένη, επικίνδυνη, μυωπική και είναι αυταπάτη και αυτό το δείχνει και η παλιότερη και η πρόσφατη ιστορία. Διότι, η Ελλάδα και για τις ΗΠΑ και για τη Μεγάλη Βρετανία και για τη Γερμανία ήταν και είναι ο περιθωριακός και δεύτερης σημασίας σύμμαχος στην περιοχή των Βαλκανίων και στο παρελθόν και ακόμη περισσότερο τώρα. Πάντα την Ελλάδα την ήθελαν φτωχό συγγενή. Όχι βεβαίως ότι εμείς συμφωνούμε να πάρουμε μέρος με ευνοϊκούς όρους στο παιχνίδι της λείας. Απαντάμε απλώς σ’ αυτήν τη λογική που λέει ότι κάτι μπορούμε να τσιμπήσουμε. Αυτή η λογική ξέρουμε πολύ καλά ότι το 1922 οδήγησε την Ελλάδα σε μια μεγάλη καταστροφή, όταν με τη λογική του κάτι θα πάρουμε σ’ αυτό το παιχνίδι, υπηρετήσαμε, όχι βέβαια σαν λαός αλλά σαν ηγεσία, τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία ενδιαφερόταν, όχι βέβαια για τα συμφέροντα της Ελλάδας, αλλά για τα πετρέλαια της Μοσούλης και μας έριξε σ’ αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της Μικρασιατικής καταστροφής.

Και μην έχετε καμιά αυταπάτη ότι μπορεί η Ελλάδα να αποδειχθεί για λογαριασμό των ΗΠΑ καλύτερος εταίρος και σύμμαχος απ’ ό,τι η εξίσου φίλη Τουρκία. Και βεβαίως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία δεν ερωτοτροπούν πιο πολύ με την Τουρκία, γιατί τάχα η ηγεσία της είναι πιο έξυπνη, πιο ικανή, αλλά γιατί η Τουρκία έχει μια συγκεκριμένη γεωπολιτική θέση, μια συγκεκριμένη θέση και σχέση με τις ασιατικές χώρες. Είναι άλλη κυρίως η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας που τους ενδιαφέρει και όχι γιατί βεβαίως έχουν να κάνουν με έναν εταίρο και συγγενή πιο έξυπνο, πιο καλό και πιο σωστό. Και τον τούρκικο λαό, και τον Ελληνικό Λαό, όπως και όλους τους λαούς των Βαλκανίων, τους βλέπουν σαν λαούς δεύτερης και τρίτης κατηγορίας και σε καμιά περίπτωση βεβαίως δεν ενδιαφέροντα για τα δικά τους συμφέροντα.

Αλλά και άλλη μια πλευρά θέλουμε να τονίσουμε. Εμείς απορρίπτουμε αυτήν τη λογική που λέει η Ελλάδα να αναβαθμιστεί στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων. Τέτοια αναβάθμιση δεν την θέλουμε, την απορρίπτουμε, σας την χαρίζουμε, αναφερόμαστε στην Κυβέρνηση και στα άλλα κόμματα- και τέτοια "αναβάθμιση" μόνο περιπέτειες στον Ελληνικό Λαό μπορεί να φέρει.

Υπάρχει ακόμα όμως και μια άλλη πλευρά: Γιατί αυτή η πολιτική ακολουθήθηκε όσον αφορά τη γειτονική Δημοκρατία των Σκοπίων; Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι ακόμα και με τη συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε η Νέα Δημοκρατία...

(Θόρυβος στην Αίθουσα)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Απόστολος Κακλαμάνης): Κύριοι συνάδελφοι, σας παρακαλώ λίγη ησυχία.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ (Γενική Γραμματέας του ΚΚΕ):... θα μπορούσε στο θέμα των σχέσεων με τη γειτονική Δημοκρατία να υπήρχε μια πιο ρεαλιστική πολιτική. Ακόμα και με αυτήν την πολιτική της υποταγής στην δήθεν κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΟΚ, ακόμα και μ’ αυτήν την πολιτική στο θέμα των σχέσεων με τη γειτονική Δημοκρατία, θα μπορούσε να υπάρχει ένας ρεαλισμός τουλάχιστον από την άνοιξη του 1992 και να μην υπάρχει αυτός ο εμπαιγμός του Ελληνικού Λαού.

Εδώ παρεισέφρησαν και άλλοι παράγοντες δευτερότεροι μεν για το συνολικό πρόβλημα, αλλά καθοριστικοί παράγοντες που δυστυχώς συνεχίζουν και υπάρχουν ως σήμερα. Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες; Το γεγονός ότι το θέμα των σχέσεων με τη γειτονική δημοκρατία χρησιμοποιήθηκε καθαρά για εσωτερική και προεκλογική κατανάλωση. Κι εδώ και προεκλογικά και τώρα έγινε το εξής: Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.

Η Νέα Δημοκρατία από ένα σημείο και μετά ως κυβέρνηση άρχισε να βλέπει το θέμα πιο ευλύγιστα, άρχισε να καταλαβαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένας μερικός έστω και δειλός αναπροσανατολισμός. Όταν όμως είχε για μεγάλο διάστημα πριμοδοτήσει τη λογική της ονοματολογίας, δεν μπορούσε να κάνει πίσω θαρραλέα, κάτω από το φόβο της κριτικής από την πλευρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του κ. Σαμαρά, κι έτσι αυτός ο μερικός αναπροσανατολισμός όσο πηγαίναμε προς τις εκλογές έμεινε στη μέση και πισωγύρισε βέβαια στη λογική της ονοματολογίας. Και θα μου πείτε, καλά, δεν δικαιολογείται η Νέα Δημοκρατία για προεκλογικούς λόγους ή για λόγους κομματικής ενότητας να μην επιχειρήσει θαρραλέα τον αναπροσανατολισμό της πολιτικής. Όχι, δεν δικαιολογείται. Γιατί, όταν πρόκειται για θέματα εθνικής σημασίας, όταν πρόκειται για θέματα εξωτερικής πολιτικής, για θέματα που σε εμπλέκουν ακόμα και σε πόλεμο, τότε δεν δικαιολογείται η συνέχιση μιας λαθεμένης πολιτικής που αρχίζεις και τη συνειδητοποιείς στο όνομα είτε της κομματικής ενότητας είτε των σχέσεων με την αντιπολίτευση. Το ίδιο γίνεται τώρα. Πριν από λίγες μέρες φαινόταν ότι η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θ’ άρχιζε να βλέπει κάπως αλλιώς το ζήτημα, όχι ίσως γιατί έβγαζε συμπεράσματα από τη λαθεμένη πολιτική της, αλλά έστω γιατί άρχιζε να βλέπει τα πράγματα με το μάτι ενός ρεαλισμού. Όμως, δεν αλλάζει αυτήν την πολιτική όπως φάνηκε από τη σημερινή ομιλία του Πρωθυπουργού μόνο και μόνο γιατί δεν θέλει η αλλαγή πολιτικής της ν’ αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Σαμαρά. Δηλαδή, πάλι το μάτι είναι στην κάλπη ενόψει την ευρωεκλογών. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αλλιώς το ζήτημα. Και βεβαίως όταν εμείς λέμε ν’ αλλάξει πολιτική η Κυβέρνηση στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν το λέμε γιατί μας εκβιάζει ο κ. Κλίντον ή όποιος άλλος θέλει να εκβιάζει την Κυβέρνηση, αλλά γιατί επιτέλους στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να παίζουμε με τη φωτιά.

Άλλη μια πλευρά. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης χρησιμοποιήθηκε το θέμα των σχέσεων με τη Δημοκρατία των Σκοπίων για την αναβίωση του μεγαλοϊδεατισμού και εθνικισμού που ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι είναι το χαρτί που χρησιμοποιείται όταν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεν έχει να προσφέρει τίποτε με την οικονομική και τη γενικότερη πολιτική της.

Πρέπει για άλλη μια φορά να υπογραμμίσουμε το εξής ζήτημα: Για μας δεν ήταν χωρίς σημασία η παραποίηση και η μεταγραφή της ιστορίας που έκανε η κυβέρνηση του γειτονικού κράτους. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι η μεταγραφή και η παραποίηση της ιστορίας κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο. Και βεβαίως καταλαβαίνουμε ότι κάθε χώρα, κάθε κυβέρνηση και κάθε λαός έχει δικαίωμα να υπερασπίζεται την ιστορία του και βεβαίως γι’ αυτό το ζήτημα δεν εγκαλούμε κανέναν. Αντί όμως να γυρνάμε 3000 χρόνια πριν και να θεωρούμε ότι το κύριο επιχείρημα είναι να μιλάμε για το Φίλιππο και το Μεγαλέξανδρο, που βεβαίως σωστά υπερασπιζόμαστε την ελληνικότητα της Μακεδονίας από αρχαιοτάτων χρόνων, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε την πρόσφατη ιστορία του περασμένου αιώνα και των αρχών του αιώνα μας, όπου εκεί μπορούμε ν’ αναζητήσουμε τις αρχές της διαμόρφωσης του μακεδονικού προβλήματος σαν μέρους του ανατολικού ζητήματος και στη διάρκεια της διανομής των οθωμανικών εδαφών. Κι έχει αξία αυτή την ιστορία να τη διδάξουμε αναλυτικά και στα σχολεία, όχι για να κάνουμε απλώς ιστορία, αλλά για να βγει και το συμπέρασμα ότι κι εκείνη την περίοδο οι βαλκανικοί λαοί, οι Έλληνες, οι Αλβανοί, οι Σλαβόφωνοι, οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι υπέφεραν φοβερά δεινά από το τότε δίδυμο της αγγλογερμανικής επέμβασης. Και τότε έγινε προσπάθεια επέμβασης και διανομής εδαφών, λείας, διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς για λογαριασμό της Αγγλίας και της Γερμανίας. 
Και ακριβώς τότε ένωναν και χώριζαν τους λαούς και τις περιοχές με κριτήριο το δικό τους συμφέρον. Εκείνη την περίοδο έγινε και ο γεωγραφικός διαμελισμός της Μακεδονίας.

Αν τα λέμε αυτά, είναι γιατί η ιστορία, τηρουμένων των αναλογιών, επαναλαμβάνεται τώρα. Και ακριβώς επειδή έχει τέτοια ιστορία η Βαλκανική και σωστά ονομάζεται πυριτιδαποθήκη, ήθελε άλλη πολιτική στα Βαλκάνια, όχι ανατροφοδότηση και ενίσχυση του εθνικισμού και του σωβινισμού του όποιου Γκλιγκόρωφ.

Να χρησιμοποιούμε, λοιπόν, σωστά την ιστορία και όχι να χρησιμοποιούνται επιλεκτικές σελίδες και να μην αποκρύβονται αντεθνικές συμφωνίες. Με την ευκαιρία αυτή θέλω να υπενθυμίσω ότι η αντικομουνιστική υστερία που σηκώθηκε, όταν το ΚΚΕ έγκαιρα τόλμησε να πει την αλήθεια για το πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα, αυτή η υστερία, που ευτυχώς δεν έπιασε στον Ελληνικό Λαό, δεν βοήθησε τότε και έπρεπε να μελετηθούν οι θέσεις του ΚΚΕ, να παρθούν υπόψη στο μέτρο του δυνατού, γιατί τότε δεν ζητούσαμε ούτε απαιτούσαμε να αλλάξετε συνολική πολιτική, αλλά τουλάχιστον με ψυχραιμία και νηφαλιότητα να χειριστείτε το θέμα, για να μην βρισκόμαστε στα σημερινά αδιέξοδα και στους σημερινούς κινδύνους που έχουμε μπροστά μας.

Καταλήγουμε, λέγοντας τις συγκεκριμένες μας προτάσεις.

Πρώτον, στο μίνιμουμ, αλλάξτε την πολιτική σας στο συγκεκριμένο θέμα και απαγκιστρωθείτε, όσον αφορά τις σχέσεις Ελλάδας και γειτονικής δημοκρατίας.

Υποστηρίζουμε την πολιτική απαγκίστρωσης από το θέμα του ονόματος, πρόταξη των ουσιαστικών εγγυήσεων, που και τα άλλα Κόμματα και η Κυβέρνηση επαναλαμβάνει -δεν θα αναφερθώ αναλυτικά- και που έχουν σχέση με το Σύνταγμα, με τα σύνορα και οπωσδήποτε με την καταδίκη της ανακίνησης ανύπαρκτου μειονοτικού προβλήματος στην Ελλάδα. Γι’ αυτά τα ζητήματα πρέπει να έχουμε απαιτήσεις και εγγυήσεις από τη γειτονική δημοκρατία.

Δεύτερον, εμείς υποστηρίζουμε την έναρξη απ’ ευθείας διαλόγου, χωρίς να σημαίνει ότι απαγορεύεται, ή δεν είναι σωστό να αξιοποιηθούν και οι διαδικασίες στα πλαίσια του ΟΗΕ. Η λογική της Κυβέρνησης "πρώτα δώστε εγγυήσεις και μετά ανοίγουμε διάλογο", είναι λογική -ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, που υπάρχουν όλες αυτές οι αναγνωρίσεις- λαθεμένη και άνευ αντικρίσματος.

Και βάζουμε το εξής ερώτημα: Όταν κάθονται στο ίδιο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι εμπόλεμοι της Βοσνίας, τη στιγμή που συνεχίζεται ο πόλεμος και τους χωρίζει αίμα, γιατί υπάρχει θέμα αρχής να κάτσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με τη γειτονική Κυβέρνηση; Και όταν λέμε διάλογος και διαπραγματεύσεις, δεν εννοούμε απεμπόληση των δικαιωμάτων της Ελλάδας, ούτε εκ των προτέρων αναγνώριση των δικών τους θέσεων. Κάθεσαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αν στην πορεία του διαλόγου δεν έχεις τις εγγυήσεις, τις διακόπτεις. Γιατί απαιτούμε από τους Παλαιστίνιους να κάθονται στο ίδιο τραπέζι διαπραγματεύσεων με τους Ισραηλινούς, τους οποίους χωρίζει αίμα με ευθύνη των Ισραηλινών και θεωρείται θέμα αρχής να μην κάτσει η Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; 
 
Εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να ξεκινήσει ο διάλογος και εφόσον βεβαίως δοθούν εγγυήσεις, να υπάρξει αναγνώριση και οι αμοιβαίες σχέσεις συνεργασίας με την γειτονική χώρα.

Θεωρούμε επίσης ότι και αν ακόμα φθάσουμε -και θα ήταν ευχής έργο- σε μία τέτοια συμφωνία με τη γειτονική δημοκρατία και πάλι δεν μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Εμείς δε θεωρούμε ότι και όταν υπογραφεί σύμφωνο φιλίας τα πράγματα, εάν δοθούν οι εγγυήσεις, λύνονται όλα. Ξέρουμε πολύ καλά, ότι όσο συνεχίζεται ο πόλεμος και η επέμβαση στα Βαλκάνια, πάντα θα υπάρχουν οι κίνδυνοι αναζωπύρωσης του προβλήματος. Άλλωστε ξέρουμε πολύ καλά ότι, ακόμα και όταν υπογράφονται συμφωνίες, καταπατούνται ωμά και από τους ισχυρούς και στην καταπάτηση των συμφωνιών τους μιμούνται και οι δορυφόροι.

Από αυτήν την άποψη εμείς προτείνουμε και υπερασπιζόμαστε και θα παλέψουμε ως το τέλος, για την αλλαγή της συνολικής πολιτικής στα Βαλκάνια.

Βεβαίως, πιστεύουμε ότι χρειάζεται και συνολική αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής. Επιγραμματικά περιγράφουμε και αναφέρουμε τις θέσεις μας για το πώς βλέπει το ΚΚΕ την άλλη πολιτική στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει μια πολιτική διεκδίκησης της ειρήνης στα Βαλκάνια και πολύπλευρης συνεργασίας με τις άλλες χώρες, όχι από τις θέσεις του εντολοδόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της χώρας μέλους του ΝΑΤΟ, αλλά από θέσεις ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία, αλλιώς θα συνηγορήσουμε σ’ αυτήν την πολιτική που περιέγραψε από αυτό το Βήμα ο κ. Σαμαράς, μια πολιτική κατά το δόγμα Κίσινγκερ, να ρυμουλκηθεί η Σερβία σε μια θέση υποταγής στις ΗΠΑ ή σε μια πολιτική που αναγορεύει σε μεγάλη ελπίδα την υπογραφή Συμφώνου ανάμεσα στην Κροατία και Σερβία, που ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι αυτό το Σύμφωνο δεν εγγυάται την ειρήνη, όταν αποσιωπείται και παρασιωπείται το θέμα της Κράινας. Γιατί δεν αναζητείται μια οποιαδήποτε ειρηνική διευθέτηση στα Βαλκάνια, αλλά μια βιώσιμη, σίγουρη ειρήνη, διότι μπορεί να έχεις διάλειμμα ειρήνης και αναζωπύρωση του πολέμου, από αυτήν την άποψη.

Η Ελλάδα από θέση ανεξάρτητης χώρας, πρέπει να αναζητήσει δρόμους διαβαλκανικής συνεργασίας και καταδίκη της επέμβασης. Συγκεκριμένα εμείς πιστεύουμε, ότι πρέπει να διεκδικηθεί η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και του ΝΑΤΟ, να καταδικαστεί οποιαδήποτε αναγγελία και πολύ περισσότερο πραγματοποίηση στρατιωτικής επέμβασης, να σταματήσει ο εξοπλισμός της περιοχής και να αφεθούν οι λαοί και οι κυβερνήσεις να αναζητήσουν, όσο είναι εφικτό, τις λύσεις στα προβλήματα που γεννήθηκαν και που οπωσδήποτε, τεχνητά οξύνθηκαν.

Δεύτερον, εάν γίνει γενικότερη πολεμική σύρραξη στα Βαλκάνια πρέπει να ανασταλεί η λειτουργία των ξένων βάσεων και να μην πάρει η Ελλάδα μέρος καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε με πληρώματα, ούτε με τα ΑWΑCS, ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που είναι πάρα πολύ γνωστός και περιγράφηκε κατά τη διάρκεια της υπογραφής του κοινού συμφώνου των κομμάτων υπό το Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Άλλη πλευρά που εμείς εμμένουμε, είναι η καταδίκη και η μη συμμετοχή στην πολιτική που χάραξε το ΝΑΤΟ, στην τελευταία Σύνοδο των Βρυξελλών. Βεβαίως, ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι εμείς έχουμε ριζική αντίθεση με την ίδια τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ, αλλά τουλάχιστον αυτό που ζητάμε είναι να μην συμμετάσχει η Ελλάδα στην δύναμη ταχείας επέμβασης που συγκροτεί το ΝΑΤΟ και που θα χρησιμοποιηθεί στην περιοχή, τώρα ή μελλοντικά σε περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης.

Εάν πάρουμε μέρος σε μια τέτοια στρατιωτική δύναμη, είναι φανερό ότι δε χωράει άλλη λύση. Στρατιώτες Έλληνες θα περάσουν τα σύνορα για να συμμετάσχουν σε ένα γενικευμένο πόλεμο, που θα έχει και την ανταπάντηση σε βάρος της Ελλάδας. Και μην πάμε μακριά. Πήγαμε και στη Σομαλία, χωρίς να έχουμε υπογράψει και χωρίς να έχουμε δεχθεί τη νέα δομή και νέα στρατηγική του ΝΑΤΟ.

Επιμένουμε λοιπόν, έστω και αυτήν τη στιγμή, να συγκεντρωθεί η προσοχή στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συμμετάσχει σε μια τέτοια στρατιωτική δύναμη, τη στιγμή που στα σύνορά της και λίγο παραπάνω, ο πόλεμος συνεχίζεται. Το θέατρο των επιχειρήσεων είναι πολύ κοντά.

Τέλος, θέλουμε να υπογραμμίσουμε και μια άλλη πλευρά που έχει σχέση και με την Βαλκανική πολιτική και με την πολιτική στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Στην τελευταία Σύνοδο των Βρυξελλών, ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, από τη θέση του ως Έλληνας Πρωθυπουργός, ζήτησε από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Κλίντον, να ασχοληθεί με το Κυπριακό.

Εμείς πιστεύουμε, ότι η εμμονή της Ελλάδος στη αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας, άρα σε μια πολιτική που γίνεται αντικείμενο ωμών εκβιασμών απέναντι στην Ελλάδα, έχει σχέση και με την πρόσκληση του Προέδρου Κλίντον, να ασχοληθεί με το Κυπριακό. Κατά τη δική μας γνώμη, έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες απεμπόλησης της δίκαιας υπόθεσης του Κυπριακού.
Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, οδεύουμε σε μία προοπτική διχοτόμησης της Κύπρου, σε μία δηλαδή πολιτική που θα δημιουργήσει μία μεγάλη εστία στην περιοχή που και αυτή θα γίνει μοχλός εμπλοκής της Ελλάδας, αλλά και άλλων λαών λόγω της θέσης της Κύπρου στην Μέση Ανατολή.

Όπως είναι φανερό, πρέπει για μία ακόμα φορά να πούμε ότι το Κ.Κ.Ε. δεν θεωρεί τον εαυτό του συνυπεύθυνο για τα σημερινά αδιέξοδα και τους σημερινούς κινδύνους. Αυτό δεν σημαίνει ότι νίπτουμε τας χείρας μας. Θα εξακολουθήσουμε να επιμένουμε στην πολιτική μας και θα ασκήσουμε με υπεύθυνο ρόλο την πολιτική μας, όπως κάναμε μέχρι τώρα, ζητώντας όχι μια απλή δικαίωση, αλλά λέγοντας ότι από τη σημερινή Βουλή δεν υπάρχει καμία ελπίδα να αντιμετωπιστούν τα πράγματα προς όφελος της Ελλάδας και προς όφελος των Βαλκανικών λαών. Το λόγο και το ρόλο έχει ακόμα πιο αποφασιστικά ο Ελληνικός Λαός, που πρέπει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του, να ασκήσει πίεση στην Κυβέρνηση και σε όλα τα κόμματα για προσανατολισμό και αλλαγή πολιτικής.

Δεν υπάρχει άλλη λύση και είναι ο μόνος δρόμος για να γίνει αυτό που όλοι λέμε στα λόγια, η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της Χώρας, της εθνικής της ακεραιότητας και ταυτόχρονα υπεράσπιση της ειρήνης στην περιοχή, αποτροπή ενός γενικευμένου πολέμου και μεγάλων περιπετειών στην Ευρώπη.


 

 Δευτερολογία της Αλέκας Παπαρήγα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ (Γενική Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.): Και ο κύριος Πρωθυπουργός και τα άλλα Κόμματα δέχθηκαν ότι το πρόβλημα της ονομασίας δεν αντιπροσωπεύει άμεση απειλή, ότι αν η γειτονική δημοκρατία έχει στο όνομά της τον όρο "Μακεδονία" μελλοντικά θα μας απειλήσει.

Δεν συμφωνούμε βέβαια με αυτήν τη λογική της ονοματολογίας, αλλά ας πάρουμε ότι έχουν έτσι τα πράγματα. Τι εμποδίζει την Ελληνική Κυβέρνηση να ακολουθήσει μια πολιτική που να διασφαλίζει τις εγγυήσεις, ανεξαρτήτως της ονομασίας και κλείνοντας αυτή την εστία μέσα στα φλεγόμενα Βαλκάνια. Ας ακολουθήσει μια πολιτική με ηρεμία, ενημέρωση για την ιστορία, για τους όρους, για το γεωγραφικό περιεχόμενο, για τα έθνη. Τι την εμποδίζει; Εφόσον έτσι και αλλιώς η απειλή είναι μελλοντική, ας κλείσει την πληγή τώρα, αυτήν την εκκρεμότητα με τις εγγυήσεις, στο βαθμό βέβαια που τις διασφαλίσει, να κερδίσει τουλάχιστον χρόνο. Με αυτήν τη λογική που ακολουθεί, η υπόθεση μένει ανοιχτή, η Ελλάδα γίνεται αντικείμενο -χρησιμοποιώ τη λέξη "αντικείμενο" δυστυχώς- εκβιασμού. Ισομοιράζονται οι ευθύνες, στην καλύτερη περίπτωση, για να μην πω ότι το ποιό αδύνατο επιχείρημα πολιτικό και διπλωματικό είναι η ονομασία. Υπάρχουν πολύ πιο ισχυρά επιχειρήματα της Ελλάδος για τις εγγυήσεις σε σχέση με την ονομασία. Ας αφήσει τους ιστορικούς να μιλήσουν για το θέμα της ονομασίας, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα, δηλαδή το Βορρά της.

Πολύ φοβόμαστε ότι η υπόθεση του ονόματος είναι το άλλοθι για μια γενικότερα επικίνδυνη πολιτική που άπτεται της συνολικής εξωτερικής πολιτικής των κομμάτων.

Όσο για τον κ. Σαμαρά, ήθελα να πω ότι δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την εμμονή του και τον όλο τρόπο που βλέπει το ζήτημα, που στην ουσία προτείνει...

(Θόρυβος στην Αίθουσα)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Απόστολος Κακλαμάνης): Κύριοι συνάδελφοι σας παρακαλώ ησυχία.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ (Γενική Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.):... γιατί θέλει να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες για την υπογραφή του στην απόφαση
διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Εν μέρει το καταλαβαίνω, όχι εντελώς, γιατί στο κάτω κάτω δεν έχει αποκλειστικά ο ίδιος ευθύνη, διότι καλύφθηκε πλήρως από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και λέω ότι εάν το κάνει για αυτό, ας μη συνεχίσει αυτή την επικίνδυνη πολιτική. Πολύ φοβάμαι ότι απηχεί γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις, που δυστυχώς περιέχουν πολλά στοιχεία εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού σαν αυτά που καταγγέλλουμε και κατηγορούμε για άλλες δυνάμεις στα Βαλκάνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: