Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Πού το πάει η κυβέρνηση στην Παιδεία;

Εχει συσσωρευτεί ήδη αρκετή πείρα για να βγουν κρίσιμα συμπεράσματα για την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής στην Παιδεία, συνολικά. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει α) σε μια σειρά νομοθετικές ρυθμίσεις, β) στη δημοσιοποίηση των κατευθύνσεων που δίνονται ως βασικά πορίσματα του διαλόγου για την Παιδεία και γ) κυρίως συνεχίζει και πολλές φορές βαθαίνει και επεκτείνει την αστική στρατηγική για την Εκπαίδευση.
Φυσικά, για να μην ξεχνιόμαστε, η συνέχιση της αντιλαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής πατάει - ανάμεσα στα άλλα - στο 3ο μνημόνιο που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - Ποτάμι - ΑΝΕΛ στη Βουλή, τον Αύγουστο του 2015. Σε αυτό λοιπόν ελέγχονται, όχι μόνο τα δημοσιονομικά της Εκπαίδευσης αλλά και βασικές στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου στη βάση των κατευθύνσεων του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, οι οποίες δεν αλλάζουν (δεν θα μπορούσαν άλλωστε, γιατί αφορούν το σκληρό πυρήνα της στρατηγικής του κεφαλαίου). Αλλωστε, η διαπραγμάτευση της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Παιδεία καταλήγει τελικά στα ίδια. Δηλαδή, η «αξιολόγηση» με βάση τα κριτήρια της αγοράς, η αυτονομία των σχολικών μονάδων, που δεν είναι άλλο πράγμα από την αναζήτηση χορηγών και την ανοιχτή πια κατηγοριοποίηση των σχολικών προγραμμάτων. Αυτό είναι το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο των «μεταρρυθμίσεων» στην Παιδεία που προβάλλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και συμφωνούν - παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις και «κορώνες» - και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα.

Περιορισμός δαπανών... και όποιος αντέξει

Δεν χωρά αμφιβολία ότι το υπουργείο Παιδείας έχει επιδοθεί σε έναν «επικοινωνιακό αγώνα δρόμου» για να πείσει ότι όλα τα σχολεία θα ξεκινήσουν κανονικά και χωρίς ελλείψεις από το Σεπτέμβρη του 2016. Φυσικά, το τι σημαίνει «κανονικά» έχει να κάνει με τις σοβαρές αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί ώστε να μην φαίνονται οι τρύπες, τα τεράστια κενά στα σχολεία. Γιατί μπορεί η προπαγάνδα του υπουργείου να ισχυρίζεται ότι «κανένα σχολείο δεν θα κλείσει», όμως δεν λέει κουβέντα για την κατάσταση των αναγκαίων δομών που βρίσκονται εντός σχολείων. Δεν απαντά, τελικά, στο πώς θα λειτουργούν ουσιαστικά τα σχολεία.
Γιατί τα σχολεία - που σύμφωνα με την κυβέρνηση δεν θα κλείσουν - δεν είναι απρόσωπα κτίρια. Εχουν Τμήματα Ενταξης, που επί της ουσίας κλείνουν και αφορούν τουλάχιστον 20.000 παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Εχουν ολοήμερα τμήματα, από τα οποία αποκλείονται χιλιάδες παιδιά που οι γονείς τους είτε είναι άνεργοι είτε δουλεύουν σε καθεστώς «μαύρης» εργασίας. Εχουν εργαστήρια, για τα οποία καταργείται ο υπεύθυνος εκπαιδευτικός. Θα έπρεπε να έχουν Ενισχυτική Διδασκαλία, η οποία για φέτος λειτούργησε ούτε ένα μήνα... Και φυσικά, μέσα στα σχολεία γίνονται διάφορα μαθήματα, τα οποία πρέπει να διδάσκονται από εκπαιδευτικούς με την αντίστοιχη επιστημονική ειδίκευση, κάτι που δια στόματος υπουργού Παιδείας δεν πρέπει να θεωρείται και δεδομένο, αφού λέει ότι τα Μαθηματικά και η Φυσική μπορούν να γίνονται από Μηχανολόγους και Ηλεκτρολόγους.
Αρα, η διαβεβαίωση του υπουργείου ότι τα σχολεία θα ανοίξουν κανονικά, επί της ουσίας ισοδυναμεί με την εξασφάλιση ότι θα γίνει αγιασμός και ότι θα υπάρχουν βιβλία... Ομως, εκπαιδευτικοί δεν θα υπάρχουν.
Και η διακήρυξη για 20.000 διορισμούς εκπαιδευτικών, κύριε; Αυτοί τελικά μετατράπηκαν σε χιλιάδες απολύσεις αναπληρωτών, δηλαδή τουλάχιστον τρία εκατομμύρια διδακτικές ώρες χαμένες μέσα στο χρόνο! Τα αδιέξοδα που διαχειρίζεται αντιλαϊκά η κυβέρνηση είναι εκρηκτικά. Ενδεικτικό είναι ότι από τα 350 εκατομμύρια ευρώ του ΕΣΠΑ που προορίζονται για προσλήψεις αναπληρωτών έως το 2020, το υπουργείο Παιδείας χρησιμοποίησε τα 160 μόνο για το σχολικό έτος 2015-2016, χωρίς φυσικά να επιλύει με πληρότητα το πρόβλημα. Επιπρόσθετα, βρίσκεται σε ισχύ η αναλογία 1 διορισμός προς 5 αποχωρήσεις, που φυσικά ούτε καν αυτή εφαρμόζεται... (στα έτη 2014 και 2015 είχαμε 3.000 συνταξιοδοτήσεις δασκάλων και νηπιαγωγών και ούτε ένα μόνιμο διορισμό). Η προσθαφαίρεση ωρών στα Δημοτικά, στο όνομα του «ενιαίου τύπου ολοήμερου», οδηγεί τελικά σε 3.000 εκπαιδευτικούς λιγότερους. Η ρύθμιση για τα νηπιαγωγεία (στο νόμο για την Ερευνα) και η εφαρμογή της κατάργησης διθέσιων νηπιαγωγείων με λιγότερα από 14 νήπια απειλεί περίπου 800 αναπληρωτές νηπιαγωγούς, ανοίγει το δρόμο σε συμπτύξεις νηπιακών τμημάτων.
Στα ΑΕΙ η εικόνα είναι περίπου η ίδια. Μετά το κούρεμα των αποθεματικών των ταμείων των Ιδρυμάτων από το PSI που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, ήρθε και η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που παραχωρούσε ό,τι απέμεινε από τον τακτικό προϋπολογισμό των ΑΕΙ στην Τράπεζα της Ελλάδας. Με απλά λόγια, και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που θα έπρεπε να προορίζεται για τη μέριμνα σπουδαστών, την κάλυψη των ελλείψεων σε προσωπικό και υποδομές, την ανάγκη υποτροφιών, δωρεάν συγγραμμάτων κ.λπ. και οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν να το παραχωρήσουν στους μεγαλοεπιχειρηματίες για να λύσουν ζητήματα ρευστότητάς τους.
Και όλα τα παραπάνω, βέβαια, μέσα στη γενικότερη πολιτική του περαιτέρω περιορισμού των κρατικών δαπανών και για την Ανώτατη Εκπαίδευση, που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δαπανών για τα ΑΕΙ έως και 80% την τελευταία 5ετία, τη μείωση του προσωπικού έως και 25% κ.ά. Οι τεράστιες περικοπές στην Ανώτατη Εκπαίδευση είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των μετεγγραφόμενων φοιτητών, γεγονός που μέσα στη σφοδρή επίθεση που δέχεται η λαϊκή οικογένεια, σηματοδότησε ένα ακόμα μεγάλο χτύπημα. Για πολλούς φοιτητές τέθηκε το ζήτημα «ή παίρνω τη μετεγγραφή ή σταματώ τις σπουδές». Μάλιστα, αντιγράφοντας την πρακτική με τις λίστες που εφάρμοσε η κυβέρνηση για τις μετεγγραφές, σήμερα βγάζει αντίστοιχες λίστες για το στεγαστικό επίδομα των φοιτητών, που ήδη είναι ασφυκτικά περιορισμένο και δίνεται σε ελάχιστους.

Προχωράει η αντιλαϊκή στρατηγική και μέσα από το διάλογο
Σήμερα, είμαστε σε θέση με ακόμα καλύτερους όρους να παρακολουθήσουμε τα βασικά πορίσματα από τις επεξεργασίες των υποεπιτροπών και των ομάδων εργασίας του διαλόγου που οργανώνει η κυβέρνηση για την Παιδεία. Μας βοηθά σε αυτό η επικαιροποίηση της πρότασής μας για το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο, που δίνει και κριτήριο για την παρακολούθηση των στοχεύσεων του κεφαλαίου, αλλά και βάση για τη διαμόρφωση θέσης για το σήμερα.
Αν και η αναλυτική παρουσίαση του συνόλου των θέσεων δεν χωρά στο άρθρο αυτό, χρειάζεται να σταθούμε σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα για το πού το πάει η κυβέρνηση.
1. Πρώτα απ' όλα βγάζει μάτι η προώθηση, με όλους τους τρόπους, είτε ραφιναρισμένα είτε και πιο επιθετικά, ενός σχολείου στα λόγια δημόσιου, στην ουσία επί πληρωμή (βλ. κουπόνια και δίδακτρα για επιπλέον δραστηριότητες), στο οποίο θα παρεμβαίνουν επιχειρήσεις και Τοπική Διοίκηση πιο αποφασιστικά και με βαρύνοντα λόγο για σοβαρές πλευρές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (δραστηριότητες, υποδομές, εκπαιδευτικό πρόγραμμα). Γι' αυτό το ζήτημα - που προϋπήρχε της κρίσης ως κατεύθυνση στην Ελλάδα - (αλλά και στοχεύει πέρα από αυτήν), επιστρατεύεται όλη η δοκιμασμένη αστική προπαγάνδα, νεοφιλελεύθερης αλλά και σοσιαλδημοκρατικής κοπής. «Αυτονομία», «απελευθέρωση από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό» κ.ά.
2. Επιταχύνεται ο προσανατολισμός για ακόμα πιο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές στη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης. Το πνεύμα του «νέου σχολείου» της Διαμαντοπούλου για πιο γρήγορες τομές στο περιεχόμενο του σχολικού μαθήματος είναι εδώ! Το κείμενο της υποεπιτροπής διαλόγου για το σχολικό πρόγραμμα κυριολεκτικά αποτελεί έναν ύμνο στη διαφοροποιημένη εκπαίδευση, δηλαδή στην ταξικά κατηγοριοποιημένη μόρφωση. Επιτίθεται ξεκάθαρα στον όποιον ενιαίο χαρακτήρα του σχολικού προγράμματος έχει απομείνει, που φυσικά δεν μπορεί να διασφαλιστεί σε συνθήκες καπιταλιστικής κοινωνίας. Αναπαράγεται το αντιδραστικό ιδεολόγημα των διαφορετικών τύπων ευφυίας, ενός εκσυγχρονισμένου δαρβινισμού στην Εκπαίδευση, που θέλει τελικά οι ταξικές παράμετροι και οι κοινωνικά διαμορφωμένες εμπειρίες να καθορίζουν το «ευέλικτο, εξατομικευμένο πρόγραμμα κάθε μαθητή».
Αν και το κείμενο αυτό έως τώρα έχει το χαρακτήρα διακήρυξης, δείχνει την κατεύθυνση των αλλαγών που θα επιχειρηθούν, ταυτόχρονα όμως χτυπάει καμπανάκι για την ανάγκη διαπάλης και εναντίωσης με την ουσία αυτών των μέτρων. Απαιτεί, δηλαδή, μαχητική προώθηση και υπεράσπιση της πρότασης του ΚΚΕ για τον ενιαίο χαρακτήρα του σχολείου και των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για τη διασφάλισή του. Απαιτεί απάντηση για το ποια είναι η ευθύνη της κοινωνίας απέναντι σε όλα τα παιδιά. Και ότι μόνο ένα ενιαίο σχολείο μπορεί να αναπτύσσει εξίσου όλα τα ταλέντα των μαθητών, να δίνει σε όλους τη δυνατότητα να τα εκφράσουν αρμονικά.
3. Πέρα, όμως, από τις εκθέσεις ιδεών, έχουμε και μια δρομολογημένη κυβερνητική πολιτική στην Παιδεία που εκτός της αντιλαϊκής διαχείρισης κομμένων δαπανών, ήδη συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Για παράδειγμα, θυμίζουμε ότι παρά την αλλαγή στα Δημοτικά και την εξίσωση προς τα κάτω (δηλαδή την εξίσωση της φτώχειας) με δήθεν παιδαγωγικό κριτήριο, το υπουργείο Παιδείας διατηρεί και επεκτείνει ακριβώς εκείνα τα προβληματικά στοιχεία παιδαγωγικού χαρακτήρα τα οποία έγκαιρα είχαν επισημανθεί από το ΚΚΕ, όπως και από εκπαιδευτικούς φορείς και γονείς. Πιο συγκεκριμένα, την ξένη Γλώσσα και την Πληροφορική από την Α' Δημοτικού, που εντάσσονται ακριβώς στην ευρωενωσιακή στρατηγική της παροχής δεξιοτήτων. Επιβεβαιώνεται έτσι η θέση του ΚΚΕ, ότι ανεξάρτητα από τις παραλλαγές διαχείρισης, «ο καπιταλισμός, ως σύστημα που έχει στον πυρήνα του την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, θέλει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια της εργασιακής ηλικίας με εκπαιδευτική ταχύτητα στην απόκτηση των εκάστοτε αναγκαίων δεξιοτήτων και με το λιγότερο δυνατό "κόστος" για το κράτος. Γι' αυτό από την εκπαιδευτική διαδικασία τείνει να συρρικνώνεται η γενική μόρφωση».
4. Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να απαντήσει και από τη δική της πλευρά στο πάγιο αστικό αίτημα για στροφή στην πρώιμη επαγγελματική εκπαίδευση, προωθώντας την «ελκυστικότητά της», δένοντάς την πιο στενά με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και της αγοράς. Η αλλαγή σελίδας στην επαγγελματική εκπαίδευση που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, είναι φύκια για μεταξωτές κορδέλες για τους νέους των ΕΠΑΛ. Πρώτα απ' όλα γιατί παραμένει η πρόβλεψη του νόμου 4186/2013 της ΝΔ για καθορισμό ειδικοτήτων με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Και αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής και αυριανός εργαζόμενος θα είναι κυριολεκτικά έρμαιο της αγοράς, θα πιστοποιείται συνεχώς (κάτι που προφανώς δεν καταργεί η κυβέρνηση) από τις επιχειρήσεις.
Οι αλλαγές στα ΕΠΑΛ συνδέονται και με τη συζήτηση για «τομές» σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Ακούγεται, για παράδειγμα, η αποπροσανατολιστική προπαγάνδα περί λυκειοποίησης του Γυμνασίου. Εντοπίζονται σοβαρά προβλήματα από την προσαρμογή του Γυμνασίου στην προετοιμασία για τις πανελλαδικές, τελικά όμως ανοίγει ο δρόμος στη δημιουργία προγραμμάτων σπουδών - «σούπα», στα πρότυπα της «διαθεματικής» προσέγγισης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για ενοποίηση ειδικοτήτων και κατάργηση των επιμέρους μαθημάτων (π.χ. Φυσικές Επιστήμες), σε αντίθεση με τη διακριτή διδασκαλία των επιμέρους αντικειμένων όπως η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, η οποία πατάει στους διαφορετικούς αντικειμενικούς νόμους του υλικού κόσμου.
Ακούγεται, μάλιστα, η άποψη του Α. Λιάκου για τετραετές Γυμνάσιο και διετές Λύκειο. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ο Α. Λιάκος αναφέρεται στην ανεπάρκεια του τριετούς Γυμνασίου να δώσει επιστημονικό υπόβαθρο στους μαθητές. Ρωτάμε εμείς: Γιατί τότε δεν επεκτείνεται η δουλειά αυτή σε όλο το Λύκειο, επεκτείνοντας τη Γενική Παιδεία - ενιαία - έως τα 18 χρόνια; Προφανώς γιατί το Λύκειο στην αντίληψη της κυβέρνησης - και όλων των αστικών κυβερνήσεων - αποτελεί βαθμίδα προετοιμασίας για τις εξετάσεις, αλλά και για την πρώιμη και κυρίως πολλές φορές εκβιαστική επιλογή επαγγέλματος. Το τετραετές Γυμνάσιο ανοίγει το δρόμο σε ένα ακόμα πιο ελιτίστικο Λύκειο. Η επίκληση ότι δεν μπορεί μια στιγμή στις εξετάσεις να καθορίζει για πάντα το μέλλον του νέου, είναι υποκριτική. Επί της ουσίας, γενικεύει έναν ατέλειωτο εξεταστικό μαραθώνιο εντός Λυκείου (συνυπολογισμός βαθμών του Λυκείου για την πρόσβαση σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ), που θα λειτουργεί αποτρεπτικά στην επιλογή του Γενικού Λυκείου, φέρνοντας έτσι το «όνειρο» της κυβέρνησης για ελκυστικά ΕΠΑΛ πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αν η κυβέρνηση ενδιαφερόταν πραγματικά για τον πόνο και το άγχος των παιδιών της λαϊκής οικογένειας μπροστά στις πανελλαδικές εξετάσεις, τότε θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα αιτήματα για δικαίωμα επανάληψης της διαδικασίας όσες φορές επιθυμούν οι υποψήφιοι, για τη δυνατότητα κατοχύρωσης βαθμολογίας. «Δόξα τω θεώ», η τροπολογία πάει σύννεφο...

Αυτόνομα επιχειρηματικά πανεπιστήμια, το «ιδανικό» της κυβέρνησης
Στα πανεπιστήμια, ο νόμος - πλαίσιο της Διαμαντοπούλου, που ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση είχε υποσχεθεί ότι θα «σκίσει» μαζί με τα μνημόνια, διατηρείται αυτούσιος με επιμέρους βελτιωτικές διορθώσεις, που διευκολύνουν την εφαρμογή του. Με τον πρόσφατο νόμο για την Ερευνα, διευκολύνεται η αξιοποίηση (ξεπούλημα) των υποδομών των ΑΕΙ, με όρους ιδιωτικής επιχείρησης - ΝΠΙΔ. Σε αυτό το πνεύμα εντάσσεται άλλωστε και η προκλητική (αν μη τι άλλο) πρόταση του Λιάκου για μετατροπή των ΑΕΙ σε επιχειρηματικά mall, που όσο και να θέλει να δείχνει αφελής, στην ουσία αποκαλύπτει την εικόνα - πρότυπο που έχει όλο το αστικό σύστημα και τα κόμματά του για τα πανεπιστήμια και τη λειτουργία τους. Από μια άποψη, μάλιστα, η πρόταση αυτή είναι ακόμα πιο προχωρημένη και από την αντίστοιχη που είχε κάποτε καταθέσει η Διαμαντοπούλου, όταν μιλούσε για ελληνικά ΑΕΙ στα πρότυπα των αμερικάνικων «valley».
Πέρα, όμως, από τις θεσμικές ρυθμίσεις που ενισχύουν την επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ, προχωρά όλο το πλαίσιο της ευρωενωσιακής στρατηγικής για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με πρωτοφανή ταχύτητα και σφοδρότητα. Προχωρά έτσι η κατηγοριοποίηση σχολών, πτυχίων και αποφοίτων, με άξονα το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων και την εναρμόνισή του στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Πρόκειται για την πεμπτουσία της Δια Βίου Μάθησης - περιπλάνησης, τους ατομικούς δρόμους μάθησης και τα προσωποποιημένα τελικά πτυχία που ζητούν οι επιχειρήσεις για να διαλέγουν ακριβώς τον εργαζόμενο που χρειάζονται σε μια δεδομένη φάση και για όσο τον χρειαστούν. Ενδεικτικό αυτής της πολιτικής που εφαρμόζει και η σημερινή κυβέρνηση, είναι ότι ακόμα και αυτή η ρύθμιση που υπήρχε στο προσχέδιο νόμου για την Ερευνα και αφορούσε στη δυνατότητα των ΤΕΙ να «συνεπιβλέπουν» διδακτορικά, αποσύρθηκε, προκειμένου να συντηρείται και να ενισχύεται η ανορθολογική διάκριση των Ιδρυμάτων σε α' και β' κατηγορίας, σε ιδρύματα θεωρίας και εφαρμογής.
Στο ίδιο πλαίσιο, προχωρούν οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, με άξονα την εφαρμογή των πιστωτικών μονάδων, εισάγονται μαζικά προαπαιτούμενα για να προϋπαντήσουν τους κύκλους σπουδών. Και όλα αυτά, στην ουσία, πέρα από το χτύπημα στην ίδια την επιστήμη, στη διδασκαλία του επιστημονικού αντικειμένου, συνιστούν κυρίως ένα χτύπημα στους φοιτητές και σπουδαστές, που αναγκάζονται να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα με τις σπουδές τους, που σπουδάζουν μακριά από τα σπίτια τους. Τελικά, αντικειμενικά ενισχύεται η ταξικότητα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, εξωθούνται παιδιά από τα φτωχότερα στρώματα να πεταχτούν εκτός σπουδών.
Πολύ χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι το πόρισμα της αντίστοιχης Επιτροπής για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, που διορίστηκε από την κυβέρνηση στα πλαίσια του «Εθνικού διαλόγου» (προπέτασμα καπνού, όπως πάντα). Στο απολογιστικό σημείωμα της αρμόδιας Επιτροπής, ο Α. Λιάκος δε θα μπορούσε να το πει πιο ωμά: στόχος είναι η «ελαχιστοποίηση της δημόσιας χρηματοδότησης», ώστε να καλύπτει μόνο λειτουργικά έξοδα, μισθοδοσία και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων! Επιπλέον, ανέφερε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη αναμόρφωσης του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, την επαναξιολόγηση των ΤΕΙ και το κλείσιμο όσων δεν αντέχουν στην «αξιολόγηση» και δεν ανταποκρίνονται στην αγορά, την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών με τους όρους των επιχειρήσεων, την ενίσχυση της λειτουργίας των ΑΕΙ με ιδιωτικο-οικονομικούς όρους.

Δεν υπάρχει «success story» για τα λαϊκά μορφωτικά δικαιώματα
Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας επιδιώκει να δημιουργήσει την εικόνα ενός «success story» στην Εκπαίδευση, επιλέγοντας ταυτόχρονα τον αντίπαλο που το συμφέρει, προκειμένου να φαίνεται ότι ασκεί προοδευτικό εκπαιδευτικό έργο. Αντιπαρατίθεται, για παράδειγμα, στη φράση του Μητσοτάκη περί μαθητών - πελατών, ενώ η κυβέρνηση έχει κυριολεκτικά λερωμένη τη φωλιά της στη νομιμοποίηση της εμπορευματοποιημένης Εκπαίδευσης, στο να καθορίζει τελικά η τσέπη των γονιών τη μόρφωση των παιδιών. Παράλληλα, εντοπίζει υπαρκτά προβλήματα στο αστικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου να ντύσει ως προοδευτική την εκπαιδευτική της πολιτική.
Το ΚΚΕ έχει συνολική εναλλακτική εκπαιδευτική πρόταση, που δεν χωρά στην εκμεταλλευτική κοινωνία, στις επιταγές της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή η πρόταση μας δίνει τη δυνατότητα και σήμερα να επεξεργαζόμαστε αιτήματα και στόχους πάλης που μπορούν να ανακουφίσουν τη λαϊκή οικογένεια, να καθυστερούν μέτρα. Κυρίως, να δημιουργείται ταξικό κριτήριο στις λαϊκές μάζες για το τι φταίει για την κατάσταση στην Παιδεία και πώς αυτή μπορεί να αλλάξει. Η συζήτηση αυτή δεν είναι ακαδημαϊκή. Γίνεται υλική δύναμη για δουλειά στο κίνημα σήμερα.
Είναι ευθύνη των κομμουνιστών σε όλους τους χώρους της Εκπαίδευσης, να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια ώστε το κίνημα να βρεθεί προετοιμασμένο για τη μάχη, για να μην πληρώσουν τα «σπασμένα» της κρίσης και στην Παιδεία οι εργαζόμενοι. Να αναδείξουμε ότι οι περιορισμένες δαπάνες για την Παιδεία περπατάνε παράλληλα με χρήμα για την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, για μια σειρά δραστηριότητες για την προώθηση της επιχειρηματικότητας. Να δώσουμε απλά και κατανοητά ότι η πιθανότητα ανάκαμψης της οικονομίας δεν σημαίνει ανάκληση των απωλειών και στην Παιδεία. Αντίθετα, προϋποθέτει τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων αυτών.
«Success story» για το λαό δεν υπάρχει. Υπάρχει, όμως, ο μονόδρομος της πάλης του κινήματος, στον οποίο οι κομμουνιστές θα δώσουμε μαχητικά τον καλύτερό μας εαυτό.

Του
Κυριάκου ΙΩΑΝΝΙΔΗ*
*Ο Κ. Ιωαννίδης είναι υπεύθυνος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ/5/
Αναδημοσίευση από το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ της Τετάρτης 18/5/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: